Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, ΟΙ ΓΡΑΚΧΟΙ, ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΙΣΒΟΛΕΣ, ΟΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΕΣ, Ο 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, ΟΙ ΓΡΑΚΧΟΙ, ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΙΣΒΟΛΕΣ, ΟΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΕΣ, Ο 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ


Γράφει ο Αλώπηξ
10-4-2015
Στην Αθήνα του 6ου αιώνα π.Χ. οι αγρότες υπέφεραν κάτω από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική καταπίεση των αριστοκρατικών τάξεων. Οι πρότερες προσπάθειες των διάφορων νομοθετών (π.χ. Δράκοντα, Σόλωνα) είχαν πέσει στο κενό και δεν διαφαίνονταν πουθενά λύση. Τότε εμφανίστηκε ο Πεισίστρατος, ο οποίος υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας η οποία καταγόταν από τον Αυλώνα της Αττικής. Όταν ήταν νέος, στην Αθήνα κυριαρχούσε σχεδόν εμφύλιος με έντονες διαμάχες.

Η απογοήτευση από τα μέτρα του Σόλωνα, που φτωχοί και προνομιούχοι θεωρούσαν ημίμετρα ο καθένας για τους λόγους του, ήταν μεγάλη και η πόλη είχε φτάσει στο σημείο να μη μπορεί να εκλέξει ηγεσία. Πιο δυσαρεστημένοι πάντως ήταν οι ακτήμονες και όσοι είχαν μικρά κομμάτια γης, αλλά και οι ολιγαρχικοί γαιοκτήμονες. Οι έμποροι κρατούσαν μια ήπια στάση και ήταν μάλλον υπέρ της διατήρησης των μέτρων του Σόλωνα, ενώ οι ολιγαρχικοί ήθελαν να καταργηθούν.
Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν ως εκπρόσωποι των δύο ισχυρών τάξεων, δύο άνδρες. Ο ένας ήταν ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής που ήταν σχετικά μετριοπαθής και συντασσόταν με τους πλούσιους εμπόρους ή την αστική τάξη της εποχής, παρότι ανήκε οικονομικά στην προνομιούχα αριστοκρατία και είχε τεράστια περιουσία. Ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής, γιατί ήταν βεβαρυμένος με το Κυλώνειο Άγος. Ηγείτο πάντως του "κόμματος" των παράλιων όπως λεγόταν τότε η μερίδα με συμφέροντα από το εμπόριο και που επεδίωκε το άνοιγμα της πολιτικής εξουσίας σε όσους είχαν αποκτήσει χρήματα από αυτό. Στην άλλη μερίδα ήταν επικεφαλής ο Λυκούργος του Αριστολαΐδη, ο οποίος ήταν επικεφαλής των γαιοκτημόνων ή του κόμματος των πεδιακών.
Ο Πεισίστρατος προτού βάλει στόχο την εξουσία, είχε διακριθεί τότε σε μια εκστρατεία στα Μέγαρα, και ο λαός τον εκτιμούσε. Ο λόγος ήταν πως στην διάρκεια του πολέμου των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.
Ευφυής και φιλόδοξος, προσπάθησε στη συνέχεια δυο φορές να καταλάβει την εξουσία με στρατηγήματα, τα αποτελέσματα των οποίων είχαν βραχυπρόθεσμη επιτυχία και τον οδήγησαν δυο φορές στην εξορία.
Την πρώτη φορά, το 561 π.Χ., αυτοτραυματίστηκε και μαχαίρωσε επίσης τα μουλάρια του. Εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά με δυο πληγωμένα μουλάρια, και υποστήριξε ότι γλίτωσε από βέβαιη δολοφονία, καθώς υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδύναμων. Δεν κατονόμασε τους αντιπάλους που του επιτέθηκαν αλλά παρενέβη ένας φίλος του και άρχων, ο Αριστίων, που είπε ότι ο δήμος πρέπει να εκδώσει ψήφισμα για την προστασία του Πεισιστράτου. Σύμφωνα με το ψήφισμα θα επιτρεπόταν πλέον ο Πεισίστρατος να διαθέτει προσωπική φρουρά από ενόπλους και συγκεκριμένα από 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα).
Ο Σόλωνας αντέδρασε σε αυτό εντονότατα, αλλά δεν εισακούσθηκε. Κατηγόρησε ευθέως τον Πεισίστρατο ότι είχε αυτοτραυματιστεί σαν τον Οδυσσέα, μόνον που εκείνος το είχε κάνει για να ξεγελάσει εχθρούς ενώ ο Πεισίστρατος ήθελε να ξεγελάσει συμπολίτες του. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοκρατία λέγοντας ότι στόχος του Πεισίστρατου ήταν να χρησιμοποιήσει ενόπλους άνδρες για να καταλύσει τη δημοκρατία. Διαπίστωσε όμως ότι οι μεν αριστοκρατικοί φοβούνταν να αντιδράσουν (μια που ήταν και ύποπτοι για το υποτιθέμενο επεισόδιο εναντίον του Πεισίστρατου) οι δε δημοκρατικοί ήταν σύσσωμοι με το μέρος του Πεισίστρατου. Οπότε ο Σόλωνας είπε στο δήμο "αποχαυνωθήκατε όλοι σας" και αποχώρησε αποκαρδιωμένος. Όντως ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε πολύ σύντομα αυτή την προσωπική φρουρά - την οποία τεχνηέντως αύξησε σημαντικά σε αριθμό - και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία.
Ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τότε τις βασικές δημοκρατικές λειτουργίες και προσπάθησε να κυβερνήσει προσωποπαγώς δίχως να θίξει το πολίτευμα σε καίρια σημεία, πλην όμως πολύ γρήγορα (ίσως σε λίγους μήνες ή το πολύ μέσα σε ένα χρόνο) ανατράπηκε και εξορίστηκε. Στην ανατροπή του πρωταγωνίστησαν οι συνασπισμένοι εναντίον του εκπρόσωποι των ολιγαρχικών και των εμπόρων, δηλαδή οι Λυκούργος και Μεγακλής. Πλην όμως η λυκοφιλία των δύο ανδρών που εκπροσωπούσαν συμφέροντα αντίθετων κοινωνικών ομάδων, δεν κράτησε πολύ. Οι ολιγαρχικοί ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση εις βάρος της αστικής τάξης ώστε η πολιτική εξουσία να περάσει και πάλι αποκλειστικά στα χέρια των ευγενών (δηλαδή των γαιοκτημόνων ουσιαστικά), οι δε έμποροι που είχαν πια αρκετά χρήματα απαιτούσαν να έχουν άποψη στα πολιτικά και στήριζαν τον Μεγακλή για να αντισταθεί στις ολιγαρχικές κινήσεις.
Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος τη νέα διαμάχη των αντιπάλων του, συμμάχησε με το Μεγακλή, ο οποίος για να απαλλαγεί από το Λυκούργο και τους ολιγαρχικούς, και θεωρώντας ότι ο πλούτος του αρκούσε για να ελέγξει τον Πεισίστρατο, δέχτηκε να τον στηρίξει σε μια μορφή ήπιας τυραννίας ώστε να μην ανατραπεί το σύστημα του Σόλωνα. Του έδωσε μάλιστα για σύζυγο την κόρη του ώστε τα παιδιά που θα αποκτούσε με αυτήν να ένωναν τις δύο οικογένειες, των Αλκμεωνιδών και των Πεισιστρατιδών. Με αυτό τον όρο ο Μεγακλής βοήθησε τον Πεισίστρατο να καταλάβει την εξουσία.
Για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων αυτή τη φορά ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδέστατο. Έβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά το 558 π.Χ.
Αυτή τη φορά η τυραννίδα κράτησε 2 χρόνια (αν και δεν συμφωνούν όλοι οι ιστορικοί για τις χρονολογίες). Πάντως σύντομα η συμμαχία του Πεισίστρατου με τον Αλκμεωνίδη Εγακλή άρχισε να κλονίζεται επειδή ο τύραννος έδειξε εξαρχής ότι απέφευγε να κάνει παιδιά με την κόρη του πολιτικού συμμάχου του. Ο Μεγακλής ήταν γενικά σε δύσκολη θέση γιατί ο λαός των Αθηνών δεν συμπαθούσε τους Αλκμεωνίδες λόγω του Κυλωνείου Άγους αλλά και επειδή μεγάλη μερίδα του πληθυσμού ήταν φτωχή και δημοκρατική. Οι τελευταίοι στήριζαν απόλυτα τον Πεισίστρατο και οι έμποροι δεν αρκούσαν για να τον ανατρέψουν. Ο Μεγακλής συμμάχησε το 556 π.Χ. με τον Λυκούργο για άλλη μια φορά και έτσι κατάφερε πάλι να ανατρέψει τον Πεισίστρατο.
Αν και εξόριστος και χωρίς περιουσία, ο Πεισίστρατος δεν έμεινε άπραγος. Κατόρθωσε χάρη στην επινοητικότητά του να αποκτήσει τον έλεγχο ορυχείων αργύρου και χρυσού στη Μακεδονία και τη Θράκη και να πλουτίσει. Έτσι, με μισθοφόρους από το Άργος και στρατό που του εξασφάλισε ο φίλος του Λύγδαμις από το νησί της Νάξου, και αριστοκράτες φίλοι του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία και την Ερέτρια, ο Πεισίστρατος έπλευσε από την Ερέτρια στον Μαραθώνα. Από εκεί εκστράτευσε κατά της Αθήνας και νικώντας τις δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή που τον περίμεναν στην Παλλήνη, έγινε κυρίαρχος των Αθηνών για τρίτη φορά, το 545 π.Χ., και μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι αντίπαλοι του αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν, ενώ ο Σόλωνας προσπάθησε να απευθυνθεί στον λαό και πάλι για να τον προτρέψει να αντισταθεί στην τυραννία, χωρίς επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα ο ηλικιωμένος Σόλων πέθανε από φυσικά αίτια.
Κατά την τυραννία του ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τους θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα, διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας, αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από προσωπικά και δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους στην καλλιέργεια της γης και στην τόνωση του εμπορίου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμι, και εξόρισε όσους αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες.
Ο Πεισίστρατος έκανε αναδασμό της γης που δήμευσε -δηλαδή όχι όλης της γαιοκτησίας των πλουσίων, αλλά εκείνων που είχαν εξοριστεί- και την διένειμε στους ακτήμονες. Φρόντισε επίσης για τους αγρότες δίνοντάς τους χαμηλότοκα δάνεια. Θέσπισε κινητά δικαστήρια στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή.
Ο Πεισίστρατος ενθάρρυνε και τη βιοτεχνία και το εμπόριο, και καλυτέρευσε κατά πολύ την οικονομία της Αθήνας με τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος). Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Αυτά τα χρόνια, πολλά Αττικά προϊόντα εξήχθησαν στην Ετρουρία και Αίγυπτο, Μικρά Ασία και πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως κρασί, λάδι και αρώματα.
Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Πάντως για κάποια από αυτά τα έργα, οι ιστορικοί αποδίδουν στον Πεισίστρατο και πολιτική σκοπιμότητα, ότι δηλαδή επεδίωκε για παράδειγμα με μεγαλεπήβολα σχέδια όπως με το ναό του Ολυμπίου Διός να κρατά το λαό ικανοποιημένο και συνάμα αρκετά απασχολημένο, ώστε να μην εντρυφεί στην πολιτική και να είναι ο ίδιος ανενόχλητος στην τυραννίδα του Σε πολιτική υστεροβουλία, πιθανόν σε συνδυασμό και με το θετικό κίνητρο να διευκολύνει το λαό, αποδίδουν και το μέτρο του για περιοδεύοντες δικαστές. Αυτοί ναι μεν έλυναν επιτόπου πολλές διαφορές πολιτών στην Αττική και τους γλίτωναν από αδικίες και ταλαιπωρίες σε μετακινήσεις προς το άστυ, αλλά παράλληλα κρατούσαν και τους πολίτες στους δήμους τους, μακριά από το δήμο της Αθήνας όπου θα μπορούσαν ίσως να δημιουργήσουν προβλήματα στον Πεισίστρατο.
Στην εποχή του Πεισίστρατου καταγράφηκαν για πρώτη φορά και τα Ομηρικά Έπη ενώ στην βιβλιοθήκη του, τη μεγαλύτερη σε όλες τις ελληνικές πόλεις, είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Η αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες γιορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια. Περιέλαβε στους εορτασμούς της πόλης και αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Λέγεται μάλιστα ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.Χ.
Στα είκοσι σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε κανέναν πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους γείτονες, και κυρίως την επικίνδυνη Μεγαρίδα, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Οι φιλικές σχέσεις του με το λιμάνι της Δήλου (το θρησκευτικό κέντρο των Ιώνων), είχε ως αποτέλεσμα η Αθήνα να γίνει ο ηγέτης της Ιωνικής φυλής. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική».
Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ίππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας και οι οποίοι επέδειξαν ακραία προς τους Αθηναίος πολιτική. Σαν αποτέλεσμα αυτής το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.Χ. και οι ίδιοι εκδιώχθηκαν για πάντα από την Αθήνα. 
Το ίδιο σχεδόν σκηνικό αλλά σε πολύ πιο βίαια και αιματηρή κλίμακα επαναλήφθηκε ξανά μετά από μερικούς αιώνες στην Ρώμη. Την περίοδο μετά την υποταγή της Ελλάδας και την καταστροφή της Καρχηδόνας, οι Ρωμαίοι κυριαρχούν σε ξηρά και σε θάλασσα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Παρά τις επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων εκτός Ιταλικής Χερσονήσου, τα χρόνια μετά το 145 π.Χ., παρατηρείται έντονη κοινωνική δυσφορία. Οφείλεται σε διάφορους λόγους, κυρίως στην ανάγκη για αναδασμό της γης, η οποία θα προσέφερε σημαντική ανακούφιση στα λαϊκά στρώματα από την κοινωνικοοικονομική καταπίεση των κρατούντων και της Συγκλήτου.
Οι Ρωμαίοι αγρότες είχαν καταστραφεί και η μικρή αγροτική ιδιοκτησία, μη μπορώντας να αντέξει στο συναγωνισμό των μεγάλων γαιοκτημόνων που στηρίζονταν στη μαζική χρησιμοποίηση της εργασίας των δούλων, απορροφήθηκε από τους μεγάλους γαιοκτήτες και οι αγρότες κατέφυγαν στις πόλεις και στη Ρώμη, όπου, όσοι είχαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, μπορούσαν να ζήσουν πουλώντας την ψήφο τους στις εκλογές.
Η οικονομική κρίση που ήταν κυρίως αγροτική, είχε επιφέρει με τη σειρά της και την ηθική κρίση στην Ρωμαϊκή κοινωνία, ιδιαίτερα μέσα στο στρατό, που αποτελούταν βασικά από Ρωμαίους αγρότες, που είχαν κάποια περιουσία με της οποίας την απώλεια αυτόματα έχαναν και το δικαίωμα να στρατεύονται.

Η αποσύνθεση της αγροτιάς είχε την αντανάκλασή της στην ηθική του στρατού. Η οικονομική και ηθική κρίση προκαλούν την πολιτική κρίση που βρίσκει την έκφρασή της αρχικά στην πάλη ανάμεσα στους πατρικίους και στους πληβείους, έπειτα στην πάλη ανάμεσα στους συγκλητικούς, αριστοκρατικούς κύκλους, που στηρίζονταν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, και τα πλατιά στρώματα των μικρών και μεσαίων αγροτών.
Τότε το 133 π.Χ., μέσα σε τέτοιο κλίμα, εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή ο Τιβέριος Γράκχος,. Εκλεγόμενος δήμαρχος στη Ρώμη, επιχείρησε, με τον «Αγροτικό Νόμο», να αλλάξει τα έως τότε δεδομένα. Όρισε, μεταξύ άλλων, ανώτατο όριο ιδιοκτησίας σε γη τα 500 πλέθρα. Έτσι, περιορίζει τη δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων και με αναδασμό της γης προσπαθεί να στηρίξει τους μικρομεσαίους ακτήμονες. Βαθμιαία, επιδίωκε να εξυγιάνει υπέρ των λαϊκών στρωμάτων όλους τους θεσμούς, οι οποίοι στήριζαν, εκείνη την εποχή, τη ρωμαϊκή δημοκρατία («respublica»).
Σύμφωνα με όσα σημειώνει η αφιερωμένη στα ρωμαϊκά νομίσματα ιστοσελίδα http://coinsmania.tripod.com/roman_coins/part11.htm για την εποχή του Τιβερίου Γράκχου, «μία καινούργια κοινωνική τάξη (equites ή ιππείς), που περιλάμβανε αποκλειστικά εμπόρους και εργολάβους, εμφανίστηκε στο μεταξύ στη δημόσια ρωμαϊκή ζωή. Για να αποκτήσει πολιτική δύναμη προσπάθησε να συμμαχήσει με τους πληβείους, που αγωνίζονταν για την αγροτική μεταρρύθμιση. Μια προσπάθεια σ’ αυτήν την κατεύθυνση έγινε από τον Τιβέριο Γράκχο, που εκλέχθηκε δήμαρχος το 133 π. Χ. Το νομοσχέδιό του, που προέβλεπε τον περιορισμό της εδαφικής ιδιοκτησίας και τον αναδασμό της δημόσιας γης, συνάντησε την αντίθεση της αριστοκρατίας της συγκλήτου».
Η επέκταση του γερμανικού κόσμου:
   Οικισμοί προ 750 π.Χ.
   Νέοι οικισμοί έως 1 μ.Χ.
   Νέοι οικισμοί έως 100 μ.Χ.
   Νέοι οικισμοί μετά το 100 μ.Χ
 Η ψήφιση όμως του αγροτικού νόμου δεν σήμαινε και οριστική επικράτηση του Τιβερίου. Οι οικονομικά δυνατοί, οι οποίοι απάρτιζαν τη συντριπτική πλειοψηφία των συγκλητικών, παρέμβαλαν συνεχώς εμπόδια. Ο Τιβέριος αποφάσισε, όμως, να εκθέσει υποψηφιότητα δημάρχου και για το επόμενο έτος. Ενδιάμεσα, εισήγαγε νόμο στην Εκκλησία του Δήμου, κατά τον οποίο διανέμονταν στους λαμβάνοντες αγροτικό κλήρο για έξοδα εγκαταστάσεως τα χρήματα, τα οποία είχαν περιέλθει στον δήμο των Ρωμαίων από την διαθήκη του βασιλέως της Περγάμου Αττάλου Γ’ του Φιλομήτορος. Επίσης, για να περιορίσει τη δύναμη των συγκλητικών, πρότεινε νόμο περί μειώσεως της στρατιωτικής θητείας, περί συγκροτήσεως των δικαστηρίων με ίσο αριθμό συγκλητικών και ιππέων (την ώρα που έως τότε τα στελέχωναν μόνο συγκλητικοί), καθώς και νόμο, που όριζε πως οι λαμβανόμενες αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκειντο σε έφεση ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.

Η «διαδρομή» του Τιβερίου θεωρείται «ορόσημο» στη ρωμαϊκή κοινωνικοπολιτική ιστορία, διότι όσο ήταν δήμαρχος αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να προστατευθούν από τις κάθε λογής «αυθαιρεσίες» των συγκλητικών και των ευπόρων οι φτωχοί και οι μικρομεσαίοι. Σε αυτήν την πράξη πιθανώς είχε μάλλον κάθε είδους στήριξη και παρότρυνση από δυο Έλληνες φίλους του, τον στωικό φιλόσοφο Βλόσιο και τον ρήτορα Διοφάνη.
 Το τέλος του ήταν οικτρό, αφού «πλήρωσε» την «κόντρα» του με τους συγκλητικούς το 123 π. Χ., όταν δολοφονήθηκε μαζί με οπαδούς του κατά τη διάρκεια μιας αναταραχής.

Την χρονιά της δολοφονίας του αδελφού του, εκλέχθηκε δήμαρχος ο Γάιος Γράκχος, ο οποίος αναζήτησε στηρίγματα, για να συνεχίσει τη μεταρρύθμιση, στην τάξη των ιππέων και τους κατοίκους των επαρχιών. Όμως κι αυτός δολοφονήθηκε, το 121 π.Χ. και η οικονομική άρχουσα τάξη διατήρησε τα προνόμια της και ο φτωχός αγροτικός κόσμος συνέχισε να υποφέρει. Παράλληλα οι διάφοροι εξωτερικοί πόλεμοι, κυρίως αυτός και εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων (102-101 π.Χ.) οδήγησαν στην άνοδο του Μάριου (ενός καταγόμενου από τον λαό, ικανού, αλλά και αδίστακτου και βίαου πολιτικού και στρατιωτικού, όπως ήταν και ο αριστοκρατικής καταγωγής εξίσου αιμοδιψής αντίπαλος του Σύλλας) , που ήταν ο νικητής των πολέμων αυτών.

Ο Γάιος Μάριος το 119 π.Χ. έλαβε το αξίωμα του δημάρχου, με την υποστήριξη του Καικιλίου Μετέλλου. Το 115 π.Χ. εκλέχτηκε στρατηγός και έγινε διοικητής της Ιβηρίας. Ακολούθησε τον Μέτελλο στον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα ως αντιστράτηγος.
Οι Ρωμαίοι των εξέλεξαν ύπατο, στρατηγό μαζί με τον Μέτελλο στον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα, στον οποίο όμως ανεδείχθη ο Λεύκιος Σύλλας, που ως ταμίας διαπραγματεύθηκε την παράδοση του Ιουγούρθα. Κατά τα χρόνια που διετέλεσε ύπατος πολέμησε με επιτυχία ενάντια στους ιδιαιτέρα επικίνδυνους και ανηλεείς (και οι οποίοι έιχαν καταστρέψει τεράστιες ρωμαικές στρατιές) Τεύτονες και τους Κίμβρους. Για τις επιτυχίες του έλαβε την τιμητική διάκριση του «Τρίτου Ιδρυτή της Ρώμης». Κατά την 6 φορά που διατέλεσε ύπατος, έπεσε σε δυσμένεια των πολιτών, λόγω παρανομιών που διέπραξε μαζί με τον Σατορνίνο.
 Με αφορμή την αρχηγία του Μιθριδατικού πολέμου, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Μάριου και του Σύλλα, κατά τον οποίο ο δεύτερος κατέλαβε την Ρώμη και ο οποίος ίδρυσε τυραννικό καθεστώς και ανακηρύχτηκε δικτάτορας και άρχισε εκτελέσεις κατά των αντιπάλων του. Ο Μάριος διέφυγε τελικά στην Λιβύη, όπου παρέμεινε μέχρι την ένοπλη σύγκρουση των ύπατων Οκτάβιου και Κίννα, την περίοδο που ο Σύλλας βρισκόταν στον πόλεμο ενάντια στον Μιθριδάτη. Ο Μάριος υποστήριξε τον Κίννα, και όταν αυτός επικράτησε των συγκρούσεων, ο Μάριος επέστρεψε, εκλέχτηκε ξανά ύπατος και προέβη σε διωγμούς κατά των οπαδών του Σύλλα. Στο πλευρό του Κίννα έγινε για 7η φορά ύπατος, αλλά η επικείμενη επιστροφή του θριαμβευτή στον πόλεμο με τον Μιθριδάτη, Σύλλα, οδήγησε τον ηλικιωμένο Μάριο στο ποτό, και αφού ασθένησε βαριά, πέθανε. Ο Σύλλας επέστρεψε ξανακατέλαβε την Ρώμη και τις επόμενες μέρες στους δρόμους της πόλης έγιναν αναρίθμητες δολοφονίες εξαπλώνοντας τον απόλυτο τρόμο. Πολλοί μάλιστα πέθαναν ώστε να ικανοποιήσουν προσωπικά μίση, ακόμη κι αν δεν είχαν άμεση σχέση με το Σύλλα. Ωστόσο εκείνος έδινε τη συγκατάθεσή του για να ικανοποιήσει τους οπαδούς του.
Με θάνατο τιμωρούνταν επίσης όσοι παρείχαν καταφύγιο στους καταδιωκόμενους, ακόμη κι αν επρόκειτο για αδέρφια, τέκνα ή γονείς. Αντίθετα όποιος σκότωνε κάποιον από τους προγεγραμμένους λάμβανε σαν αμοιβή δύο τάλαντα, ακόμη κι αν δολοφονούσε σκλάβος τον κύριο ή γιος τον πατέρα. Ο Σύλλας στέρησε δε από τα πολιτικά τους δικαιώματα τους γιους και εγγονούς των προγεγραμμένων και κατάσχεσε τις περιουσίες τους. Οι φόνοι δεν περιορίστηκαν στην πόλη της Ρώμης, αλλά εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους αναίτια στο ευρύτερο κλίμα τρομοκρατίας, επειδή κάποιοι εποφθαλμιούσαν την προσωπική τους περιουσία.
Μια γενική άποψη είναι ότι ο Σύλλας έθεσε το παράδειγμα που ακολούθησε ο Ιούλιος Καίσαρας τόσο για να περάσει το Ρουβίκωνα ποταμό, όσο και για να γίνει δικτάτορας. Ο Κικέρων αναφέρει πως ο ίδιος ο Πομπήιος είπε κάποτε: «Αφού το έκανε ο Σύλλας, γιατί όχι κι εγώ;» Ο Σύλλας απέδειξε μέχρι πού μπορούσε κάποιος να τραβήξει τα όρια, ωθώντας κι άλλους να το προσπαθήσουν. Γι’ αυτό το λόγο θεωρείται ο πρώτος που υπονόμευσε τη Δημοκρατία οδηγώντας στην κατάλυσή της στο τέλος του αιώνα.
Μία κατά κάποιο τρόπο επανάληψη αυτών των γεγονότων συνέβη τον 20 αιώνα: Το 1914 μετά από σημαντικές οικονομικές κρίσεις που είχαν προηγηθεί (1873-1896 και 1900 – 1903 και του 1929 αργότερα), καθώς και την δολοφονία σημαντικών χαρισματικών φιλολαϊκών και δημοφιλών προσωπικοτήτων (π.χ. Ζαν Ζορές τότε, Τιβέριος Γράκχος παλαιότερα), όλη η Ευρώπη σύρθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (μία νέα γερμανική εισβολή όπως των Γερμανών Τεύτονων και Κίμβρων παλαιότερα), η οποία αποκρούστηκε μεν από τα αμυνόμενα ευρωπαϊκά έθνη, αλλά είχε σαν αποτέλεσμα όπως και παλαιότερα την απόλυτη καταστροφή (πολεμική και οικονομική)  και απελπισία, καθώς και την ανάδειξη έντονα λαϊκιστών και ακραίων πολιτικών (π.χ. Λένιν, Μουσολίνι, Χίτλερ, Στάλιν κλπ), οι οποίοι πήραν είτε με την βία πραξικοπηματικά την εξουσία, είτε μέσω εκλογών και εγκαθίδρυσαν τυραννικά δικτατορικά καθεστώτα εντελώς βίαια και προσωποπαγή, όπως ήταν του Μάριου, του Σύλλα και του Καίσαρα παλαιότερα, υποσχόμενοι πως θα κάνουν τα κράτη τους μεγάλα και θα εγκαθιδρύσουν για αυτά αυτοκρατορίες και μία νέα χρυσή εποχή ευημερίας και δόξας.

 
Αντίστοιχα το 2008 συνέβη μία σημαντική οικονομική κρίση στον κόσμο και στην Ευρώπη, η οποία οδήγησε σε μία νέα γερμανική οικονομική εισβολή στην ΕΕ με σκοπό την οικονομική υποδούλωση και καταστροφή των υπόλοιπων μελών της μέσω της χρήσης των «οπλών» της δημοσιονομικής πολιτικής και της οικονομικής ασφυξίας, την οποία προσπαθούν να αποκρούσουν δειλά-δειλά τα μέλη-κράτη της ΕΕ, αλλά είχε και σαν αποτέλεσμα όπως και παλαιότερα την απόλυτη καταστροφή (κοινωνική οικονομική) απελπισία, καθώς και την ανάδειξη έντονα λαϊκιστών και ακραίων πολιτικών (π.χ. Φαράτζ σε Μεγάλη Βρετανία, Λεπέν σε Γαλλία, Στράσε σε Αυστρία, Σαλβίνι ή Γκρίλλο σε Ιταλία, Ινγκλεσίας σε Ισπανία και πιθανώς μελλοντικά Μπάχμαν και Λούκε σε Γερμανία), οι οποίοι προσπαθούν να πάρουν την εξουσία στις χώρες τους μέσω εκλογών για την ώρα και εγκαθιδρύσουν αντι-ευρωπαϊκά και ευρωσκεπτικιστικά καθεστώτα (με την ευγενική υποστήριξη και χορηγία των Ρώσων) εντελώς προσωποπαγή, υποσχόμενοι πως θα κάνουν τα κράτη τους μεγάλα και θα εγκαθιδρύσουν για αυτά μία νέα χρυσή εποχή ευημερίας και δόξας.
 

Βλέπουμε λοιπόν ότι για άλλη μία φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται μέχρι ενός σημείου, και είναι πιθανό να οδηγήσει σε παρεμφερή αποτελέσματα αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης και μερικές φορές φαίνεται ότι ισχύει δυστυχώς το απαισιόδοξο ρητό ότι: «Το μόνο πράγμα το οποίο διδάσκονται οι λαοί από την ιστορία είναι πως δεν διδάσκονται τίποτα απολύτως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου