Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ΟΙ ΣΤΡΑΤΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, Η ΚΟΙΝΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΘΑΝΟ ΚΟΙΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥΣ

ΟΙ ΣΤΡΑΤΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, Η ΚΟΙΝΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΘΑΝΟ ΚΟΙΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥΣ

Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ



Είναι δύσκολο για τους σύγχρονες μελετητές να ανασυνθέσουν την προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης, καθώς οι γραπτές πηγές είναι πολύ απομακρυσμένες χρονικά από τα γεγονότα, τα οποία είχαν ήδη κατά πολύ αλλοιωθεί από την προφορική παράδοση. 

Εντούτοις, η αρχαιότερη σίγουρη ένδειξη ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή της Σπάρτης είναι η εύρεση κεραμικών που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο κοντά στο Κουφόβουνο, περίπου δυο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης. Αυτά είναι τα αρχαιότερα ίχνη του αυθεντικού Μυκηναϊκού Σπαρτιατικού πολιτισμού, στον οποίο γίνεται αναφορά στην Ιλιάν.

Ο πολιτισμός αυτός φαίνεται πως έπεσε σε παρακμή προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού, όταν ελληνικές πολεμικές φυλές Δωριέων από την Ήπειρο και τη Μακεδονία κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. 

Οι Δωριείς κατά τα φαινόμενα άρχισαν να επεκτείνουν τα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας προτού καν ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Πολέμησαν ενάντια στους Δωριείς του Άργους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, καθώς και τους Αρκάδες Αχαιούς στα βορειοδυτικά. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις πως η ίδια η Σπάρτη, εξαιρετικά δυσπρόσιτη εξαιτίας της τοπογραφίας της κοιλάδας του Ταΰγετου, κρίθηκε από την εποχή εκείνη επαρκώς ασφαλής, γι’ αυτό και δεν οχυρώθηκε ποτέ.

Ανάμεσα στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες γνώρισαν μια περίοδο αναρχίας και εσωτερικών συγκρούσεων, για την οποία παραθέτουν μαρτυρίες τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Θουκυδίδης. Ως αποτέλεσμα προχώρησαν σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες αργότερα απέδωσαν σε έναν ημι-μυθικό νομοθέτη, τον Λυκούργο. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν την ανατολή της Κλασικής Σπάρτης.


Κατά το Δεύτερο Μεσσηνικό Πόλεμο, η Σπάρτη αναδείχτηκε μεγάλη δύναμη τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο. Κατά τους επόμενους αιώνες, η φήμη της στρατιωτικής δύναμης των σπαρτιατών δεν είχε αντάξιά της. 

Το 480 π.Χ. μια μικρή δύναμη Σπαρτιατών, Θεσπιέων και Θηβαίων με επικεφαλής το βασιλιά Λεωνίδα διεξήγαγε μια θρυλική μάχη μέχρις έσχατων στις Θερμοπύλες απέναντι στον κολοσσιαίων διαστάσεων περσικό στρατό, προκαλώντας αναρίθμητες απώλειες προτού τελικά περικυκλωθεί. 

Η υπεροχή του εξοπλισμού και της στρατιωτικής τέχνης των οπλιτών της σπαρτιατικής φάλαγγας φάνηκε και πάλι ένα χρόνο αργότερα όταν ο σπαρτιατικός στρατός, αυτή τη φορά σε απαρτία, οδήγησε μια συνδυασμένη δύναμη ελληνικών πόλεων κατά των Περσών στις Πλαταιές.

Η αποφασιστική νίκη στη Μάχη των Πλαταιών έδωσε τέλος στους Περσικούς Πολέμους, καθώς και στη φιλοδοξία των Περσών να επεκταθούν σε ευρωπαϊκά εδάφη. Παρόλο που τη μάχη έφερε σε πέρας μια στρατιά από άνδρες από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου, τα εύσημα δόθηκαν στη Σπάρτη, η οποία πέραν του ότι πρωταγωνίστησε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές, ήταν ο de facto αρχηγός της ελληνικής εκστρατείας.

Κατά την ύστερη κλασική περίοδο, η Σπάρτη από κοινού με την Αθήνα, τη Θήβα και την Περσική Αυτοκρατορία αποτέλεσαν τις κυριότερες δυνάμεις που μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου η Σπάρτη, παραδοσιακά πολιτισμός της ξηράς, έγινε ισχυρή ναυτική δύναμη. 

Στον κολοφώνα της δύναμής της η Σπάρτη υποχρέωσε σε ήττα πολλές από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, καταφέρνοντας να επιβληθεί τελικά και του πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου. Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη ξεχώριζε ως η δύναμη που είχε νικήσει την Αθήνα και που είχε εισβάλλει στην Περσία, μια περίοδος που είναι γνωστή και ως «Σπαρτιατική ηγεμονία».

Στα πλαίσια του Κορινθιακού Πολέμου η Σπάρτη αντιμετώπισε ένα συνασπισμό των σημαντικότερων ελληνικών κρατών: της Θήβας, της Αθήνας, της Κορίνθου και του Άργους. Αρχικά στη συμμαχία αυτή παρείχε την υποστήριξή της η Περσία, της οποίας τα εδάφη στην Ανατολία είχαν γνωρίσει σπαρτιατική εισβολή και έτσι βρισκόταν σε επιφυλακή για περαιτέρω επέκταση της Σπάρτης στην Ασία.

 Η Σπάρτη κατάφερε να πετύχει μια σειρά από νίκες στην ξηρά, ωστόσο αρκετά από τα πλοία της καταστράφηκαν στην Κνίδο από τον ελληνο-φοινικικό στόλο μισθοφόρων που η Περσία παρείχε στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό τραυμάτισε σε μεγάλο βαθμό το σπαρτιατικό ναυτικό, αν και δεν τερμάτισε τις φιλοδοξίες της για επέκταση στα περσικά εδάφη, μέχρι που ο Κόνων από την Αθήνα λεηλάτησε τη σπαρτιατική ακτογραμμή και προκάλεσε τον αρχαίο φόβο των Σπαρτιατών για επανάσταση των ειλώτων.

Μετά από μερικά ακόμη χρόνια πολέμου, η «Ειρήνη του Βασιλέως» υπογράφτηκε, σύμφωνα με την οποία όλες οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας θα παρέμεναν ανεξάρτητες και τα ασιατικά σύνορα της Περσίας δεν θα απειλούνταν πλέον από τη Σπάρτη. 

Αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν η δυνατότητα επέμβασης στα ελληνικά πράγματα που απέκτησαν οι Πέρσες, αλλά και η επιβεβαίωση της ηγεμονικής θέσης την οποία κατείχε η Σπάρτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. 

Η Σπάρτη έπεσε σε παρακμή μετά από μια συντριπτική ήττα του στρατού της από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα στη Μάχη των Λεύκτρων. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη στην ξηρά που έχασε ένας σπαρτιατικός στρατός σε πλήρη απαρτία.
Καθώς η ιδιότητα του πολίτη κληρονομούνταν μέσω αίματος, η Σπάρτη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ύπαρξης στα εδάφη της ενός υπεράριθμου πλήθους ειλώτων σε σχεση με τους ελεύθερους πολίτες, τους λεγόμενους «Ομοίους». Η ανησυχητική μείωση των Ομοίων στη Σπάρτη, συχνά αποκαλούμενη στις πηγές «ολιγανθρωπία», επισημαίνεται από τον Αριστοτέλη.


Η Σπάρτη δεν κατάφερε ποτέ να αναπληρώσει τον αριθμό ενηλίκων ανδρών που έχασε στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., και στις επαναστάσεις των ειλώτων που ακολούθησαν. Ωστόσο εξακολούθησε να παραμείνει ισχυρή δύναμη στην περιοχή για δύο αιώνες ακόμη. Ούτε ο Φίλιππος Β', ούτε ο γιος του Αλέξανδρος, προσπάθησαν καν να κατακτήσουν τη Σπάρτη. 

Ήταν αρκετά αδύναμη για να αποτελέσει σημαντική απειλή, αλλά οι ικανότητες του στρατού της παρέμεναν τόσο μεγάλες που οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής θα σήμαινε υπερβολικές απώλειες. Ακόμη και κατά την περίοδο της παρακμής της η Σπάρτη ποτέ δεν έπαψε να ισχυρίζεται πως αποτελούσε τον «υπερασπιστή του ελληνισμού», ούτε έχασε το λακωνικό της πνεύμα. 

Ένα ιστορικό ανέκδοτο θέλει το βασιλιά Φίλιππο Β' να στέλνει ένα μήνυμα στη Σπάρτη λέγοντας: «Αν εισβάλλω στη Λακωνία, θα ισοπεδώσω την πόλη της Σπάρτης». Η απάντηση που έλαβε ήταν ένα απλό «Αν.»

Ακόμη κι όταν ο Φίλιππος έφτιαξε ένα πανελλήνιο στρατό με την πρόφαση να ενώσει όλη την Ελλάδα ενάντια στην περσική απειλή, οι Σπαρτιάτες επέλεξαν να μη συμμετέχουν με τη θέλησή τους. Δεν ενδιαφέρονταν σε καμιά περίπτωση να ενώσουν τις δυνάμεις τους με μια πανελλήνια συμμαχία αν δεν επρόκειτο να ηγηθούν της προσπάθειας. 

Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι οι Μακεδόνες κατάγονταν επίσης από τους Δωριείς και ήταν κατά κάποιο τρόπο συγγενικό φύλο των Σπαρτιατών. Ωστόσο αυτό δεν είχε καμία σημασία. Έτσι, μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος ο Μέγας έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες με την ακόλουθη επιγραφή: «Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες – πλην των Σπαρτιατών – από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία».

Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων η Σπάρτη συμμάχησε με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Κατά τα τέλη τού 3ου αιώνα, θα υπάρξει μία αναλαμπή στην πολιτική ηγεσία της Σπάρτης. Καθώς ο Άγης ο Δ', και ο διαδοχός του Κλεομένης ο Γ', θα προσπαθήσουν να επεναφέρουν την Σπάρτη στο προσκήνιο.

Ο πρώτος θα δοκιμάσει να επαναφέρει την νομοθεσία του Λυκούργου που στην εποχή του είχε νεκρωθεί, αλλά θα δολοφονηθεί. Ο δεύτερος, θα επαναφέρει προσωρινά το κύρος στην Σπάρτη, και θα σημειώσει αρχικά σημαντικές επιτυχίες εναντίον της Αχαικής Συμπολιτείας, αλλά θα ηττηθεί στην μάχη της Σελλασίας, το 222 π.Χ. και θα υποχρεωθεί να φύγει στην εξορία, που θα σημαίνει και το τέλος της ανεξάρτητης Σπάρτης. Ο Κλεομένης θα χαρακτηριστεί από πολλούς, ως "Ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης".

Η πολιτική ανεξαρτησία της Σπάρτης έλαβε τέλος όταν εξαναγκάστηκε να προσχωρήσει στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα κατακτήθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο. Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τον τρόπο ζωής τους, αν και η πόλη τους έγινε κάτι σαν τουριστική ατραξιόν για τους πλούσιους Ρωμαίους που έρχονταν να δουν από κοντά τις «εξωτικές» τους συνήθειες. 

Υπάρχει η υπόθεση πως μετά τη μεγάλη καταστροφή του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού στη Μάχη της Αδριανούπολης (378), μια Σπαρτιατική φάλαγγα συνάντησε και νίκησε μια δύναμη Βισιγότθων εισβολέων.

Κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κράτους ήταν η φιλοπατρία, η γενναιότητα, η μιλιταριστική οργάνωση, η πίστη και απόλυτη υπακοή στον ηγέτη και το κράτος, η ξενοφοβία, και υφέρπον ρατσισμός του, η καταπίεση των ειλωτών και ο συστηματικός εξολοθρεμμός τους, μιας και θεωρούταν κατώτεροι και επικίνδυνοι, η επιθετική επέκταση του και το βίαιο τέλος του από εσωτερικές πιέσεις και εξωτερικές εισβολές.

Στην νεότερη εποχή οι Ζουλού, είναι το πιο πολυπληθές έθνος της Νότιας Αφρικής, αριθμώντας σχεδόν 11 από τα 33 εκατομμύρια μαύρων κατοίκων της χώρας. Μέλη των Ζουλού ζουν επίσης στη Ζιμπάμπουε, τη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη. Η γλώσσα τους, η ζουλού ή ισιζουλού, είναι γλώσσα προέλευσης Μπαντού.


Το βασίλειο των Ζουλού έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Νοτιοαφρικανική ιστορία κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Στη διάρκεια του απαρτχάιντ υπέφεραν από τις φυλετικές διακρίσεις και θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Σήμερα έχουν ίσα δικαιώματα με όλους τους πολίτες της Νότιας Αφρικής. Στη γλώσσα των Ζουλού, το όνομά τους σημαίνει Ουρανός.

Πολύ γνωστή προσωπικότητα των Ζουλού ήταν ο Σάκα Ζούλου. Ήταν νόθος γιος του αρχηγού των Ζουλού, Σενζανγκακόνα. Γεννήθηκε περί το 1787. Ο ίδιος και η μητέρα του, Νάντι, εξορίστηκαν από τον Σενζανγκακόνα και βρήκαν καταφύγιο στη Μθεδουα. Ο Σάκα πολέμησε στο πλευρό του αρχηγού της Μθεδουα, Ντινγκισγουαγιο. 

Μετά το θάνατο του Σενζανγκακόνα, ο Ντινγκισγουάγιο βοήθησε τον Σάκα να διεκδικήσει το θέση του αρχηγού του βασιλείου των Ζουλού. Αυτός αναδιργάνωσε το βασίλειο των Ζουλού, το έκανε νια στρατοκρατική κοινωνία υπό την ηγεσία του, υιοθέτησε νέα στρατιωτική οργάνωση, επεκτάθηκε σε όλη την περιοχή της ευρύτερης νότιας Αφρικής, εξόντωσε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην πορεία και το κράτος του απέκτησε από τους δυτικούς το προσωνύμιο «οι Σπαρτιάτες της Αφρικής».

Τον Σάκα διαδέχθηκε ο Ντινγκάνε, ετεροθαλής αδελφός του, ο οποίος συνωμότησε σε με τον Μλανγκάνα, άλλον ετεροθαλή αδερφό του για να τον δολοφονήσουν. Μετά τη δολοφονία του Σάκα, ο Ντιγκάνε δολοφόνησε και τον Μλανγκάνα και ανέλαβε την εξουσία. 

Στα επόμενα χρόνια εκτέλεσε πολλούς υποστηρικτές του Σάκα για να διασφαλίσει την εξουσία. Σύντομα το βασίλειο των Ζουλού εμπλέχτηκε σε πόλεμο με τους Βρετανούς και παρά τις όποιες σημαντικές αρχικές νίκες ενατίον τους στο τέλος ηττήθηκε και υποτάχτηκε σε αυτούς.

Σήμερα οι Ζουλού παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Νοτίου Αφρικής. Ο Μανγκοσούθου Μπουθελέζι υπήρξε ένας από τους δυο αναπληρωτές Προέδρους της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που ανέλαβε εξουσία το 1994. Σπουδαία είναι η μουσική των Ζουλού, που έχει διαδοθεί παγκοσμίως.

Κύρια χαρακτηριστικά και αυτού του κράτους ήταν η φιλοπατρία, η γενναιότητα, η μιλιταριστική οργάνωση, η πίστη και απόλυτη υπακοή στον ηγέτη και το κράτος, η ξενοφοβία, και υφέρπον ρατσισμός του, η καταπίεση των δούλων και ο συστηματικός εξολοθρεμμός τους, μιας και θεωρούταν κατώτεροι και επικίνδυνοι, η επιθετική επέκταση του και το βίαιο τέλος του από ε εσωτερικές πιέσεις και εξωτερικές εισβολές.

Το 1910 οι Βρετανοί δημιούργησαν την Ένωση της Νοτίας Αφρικής, μια αυτόνομη διακυβέρνηση, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας. Επίσημες γλώσσες ήταν τα αγγλικά και τα ολλανδικά.

Η τοπική ολλανδική διάλεκτος των Μπόερς, τα αφρικάανς, αναγνωρίστηκε επισήμως το 1925. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί πήραν και πάλι τα όπλα εναντίον των Βρετανών, στο πλευρό της Γερμανίας στο έδαφος των αποικιών και των δύο αυτοκρατοριών.

Μετά την αποτυχία απόκτησης ανεξαρτησίας με τα όπλα, στράφηκαν στη πολιτική. Το 1918 ιδρύθηκε η «αδελφότητα των Αφρικάνερ» με σημαντική πολιτική επιρροή. Αργότερα, το 1948, το Εθνικό Κόμμα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και άρχισε να προωθεί πολιτικές προστασίας του πληθυσμού των Αφρικάνερ αλλά και των υπολοίπων λευκών. 

Το 1961 μετά από δημοψήφισμα, η Νότια Αφρική κήρυξε την ανεξαρτησία της. Κατάλοιπο της κοινωνίας των Μπόερς υπήρξε το καθεστώς του "απαρτχάιντ" (apartheid), όρος που μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ύπαρξη έντονων φυλετικών διακρίσεων.


Τον Ιούνιο του 1948, το Εθνικό Κόμμα ανεβαίνει στην εξουσία και θέτει σε εφαρμογή επίσημα την πολιτική του απαρτχάιντ, μια πολιτική πολύ πιο ακριβή, συμπαγή, μόνιμη και αμετάβλητη από το παλαιότερο σκεπτικό των φυλετικών εμποδίων (Colour Bar).

O στόχος της πολιτικής αυτής ήταν να διασφαλίσει επίσημα και θεσμικά τη διακριτή ανάπτυξη των φυλετικών κοινοτήτων, χωρίς η μια να εκμεταλλεύεται την άλλη, σύμφωνα με το θεωρητικό Χέντρικ Φέρβερντ, τον αποκαλούμενο πατέρα και αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ. Σταδιακά, ο διαχωρισμός μεταξύ των Αφρικάνερς και των υπολοίπων Λευκών σταμάτησε να υφίσταται. Οι διαφυλετικοί γάμοι μεταξύ Μαύρων και Λευκών απαγορεύονταν.

Πέρα από το διαχωρισμό των 4 εθνικών κατηγοριών που αναπτύχθηκε παραπάνω (Λευκοί, Κούληδες, Μιγάδες, Μπαντού), θεσπίστηκαν νομοθετικά κείμενα για την κατοικία, την εκπαίδευση, τη μετακίνηση των ατόμων, την εργασία και οτιδήποτε άλλο ενέπιπτε στην κοινωνική ζωή του πληθυσμού. Από το 1953, τέθηκε σε ισχύ και ο νόμος που αφορούσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες και δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα ταμπέλες με την επιγραφή "Μόνο Λευκοί" να υπάρχουν σε όλη τη Νότια Αφρική.

To 1956, o διάδοχος του Ντανιέλ Φρανσουά Μαλάν, Γιοχάνες Στράιντομ, κατάργησε το δικαίωμα ψήφου των "έγχρωμων" κατοίκων της Επαρχίας του Ακρωτηρίου, Μιγάδων και Μαύρων.


Δημιουργήθηκαν εθνικά κρατίδια, τα λεγόμενα Μπαντουστάν, στη θέση των παλαιών περιοριστικών τομέων της παλαιάς νομοθεσίας. Οικονομικά ελάχιστα επιβιώσιμα και αποτελώντας μονάχα το 13% του συνολικού εδάφους της χώρας, τα Μπαντουστάν περιέκλειαν ολόκληρους πληθυσμούς σε απομονωμένες νησίδες γης, ως επί το πλείστον στερημένες από φυσικό πλούτο και βιομηχανία, χωρίς πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο. 

H επιφανειακή αυτή "ανεξαρτησία" κάποιες φορές βόλευε τους ντόπιους άρχοντες. Μόνο οι Λευκοί απολάμβαναν δημοκρατικό πολίτευμα και αργότερα, το 1984, ένα μικρό ποσοστό Ινδών και Μιγάδων.

Το απαρτχάιντ προκάλεσε οργή και απογοήτευση στους Μαύρους και άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίοι βρήκαν βήμα έκφρασης μέσα από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, αλλά και σε ορισμένους φιλελευθεριστές Λευκούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα της χώρας. Η κυβέρνηση αντιδρούσε με βίαιο συχνά τρόπο: οι διαμαρτυρόμενοι καταδικάζονταν και φυλακίζονταν.

Οι πρώτες εκστρατείες αντίθεσης στην εφαρμογή του απαρτχάιντ χρονολογούνται το 1952. Το 1955, στο Κλιπτάουν, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το Κομουνιστικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί και άλλα κινήματα διαμαρτυρίας υιοθέτησαν μια χάρτα δικαιωμάτων, με την οποία θα καταργούνταν όλες οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική, θα εγκαθίστατο δημοκρατικό καθεστώς και ένα πολιτικό πρόγραμμα αγροτικής και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης (κατώτατο όριο μισθών, 44ωρο εργασίας την εβδομάδα, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). 

156 άτομα (105 Μαύροι, 21 Ινδοί, 23 Λευκοί και 7 Μιγάδες) συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, ότι σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με τη βία και την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος. Η ποινή για εσχάτη προδοσία ήταν θάνατος.

Στις 29 Μαρτίου 1961, η νοτιοαφρικανική δικαιοσύνη αποφαίνεται την αθώωση όλων των συλληφθέντων. Το κίνημα εναντίον του απαρτχάιντ διαιρείται το 1959, όταν οι ριζοσπαστικοί εγκαταλείπουν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και ιδρύουν το Παναφρικανικό Κογκρέσο, αργότερα γνωστό ως Παναφρικανικό Κογκρέσο της Αζανίας.

Μετά τη σφαγή της Σάρπβιλ, όπου δεκάδες ειρηνικοί διαδηλωτές κατά του απαρτχάιντ σφαγιάστηκαν στις 21 Μαρτίου 1960, χιλιάδες Μαύροι Νοτιοαφρικανοί κατέστρεψαν το "πάσο" τους, η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 8 Απριλίου 1960 και απαγορεύτηκε η λειτουργία στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και στο Παναφρικανικό Κογκρέσο, θέτοντας σε ισχύ το νόμο περί καταστολής του κομουνισμού. 

Σε διεθνές επίπεδο, φθίνει το στάτους της Νοτίου Αφρικής για πρώτη φορά, καθώς τίθεται εκτός από την Κοινοπολιτεία των Εθνών, Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, την UNESCO και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας.


To 1961, ιδρύθηκε το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), το στρατιωτικό παρακλάδι του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, και εισήγαγε εκστρατεία σαμποτάζ. Οι πρώτες επιθέσεις αφορούσαν κυβερνητικά κτίρια, αλλά γρήγορα οι αρχηγοί του κινήματος συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1963 στη Ριβονία, προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα.

Κάποιος εκσυγχρονισμός των βασικών εννοιών της πολιτικής του απαρτχάιντ πραγματοποιήθηκε μετά τη δολοφονία του Χένρικ Φέρβερντ το 1966 από τον Δημήτρη Τσαφέντα, Έλληνα από τη Μοζαμβίκη. 

Η ιδεολογία του απαρτχάιντ συνεχώς από τότε εκμοντερνιζόταν. Έμφαση δε δινόταν στην προάσπιση μόνο των Αφρικάνερς, αλλά όλων των Λευκών της Νοτίου Αφρικής, σε μια προσπάθεια να ενσωματωθούν οι ευρωπαϊκές πληθυσμιακές ομάδες της χώρας, οι οποίες δεν πρέσβευαν "το ιστορικό δικαίωμα και καθήκον να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στη Νότια Αφρική": γι' αυτούς οι Μαύροι δεν ήταν πλέον κατώτεροι, αλλά διαφορετικοί. 

Ακολούθησε μια πολιτική στρατηγική προσέγγισης των Μιγάδων, των Ινδών και των Ασιατών της χώρας, με την ίδρυση κοινοβουλευτικών σωμάτων για καθεμιά από τις φυλετικές αυτές ομάδες, το 1984.

Από την άλλη πλευρά, οι εκφραστές του απαρτχάιντ στο διπλωματικό τομέα, βασιζόμενοι στην προάσπιση των δυτικών αξιών στην Αφρική και στην πάταξη του αθεϊστικού κομουνισμού, προχώρησαν σε μια αποσταθεροποίηση των γειτόνων τους, προκειμένου να αποσοβήσουν τον κίνδυνο επέκτασης μαρξιστικού καθεστώτος στην Αφρική, υποστηριζόμενο από την Κούβα, την Κίνα ή τη Σοβιετική Ένωση (Ανγκόλα και Μοζαμβίκη από το 1975).

Κατά την δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν είχαν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, ο φόβος αυτός επανήλθε κατά τη δεκαετία του '80 λόγω τριών παραγόντων: (α) της αύξησης των εσωτερικών διαμαχών με τους Μαύρους από το 1976 (β) της αυξανόμενης αντίθεσης των Αφρικάνερς ιερέων, καθώς η τοπική ολλανδική μεταρρυθμιστική εκκλησία καταδίκασε το απαρτχάιντ το 1986 (γ) της διεθνούς καταδίκης της Νοτίου Αφρικής για την πολιτική του απαρτχάιντ. Το 1973, ένα ψήφισμα από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώριζε το απαρτχάιντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση, σε εμπάργκο από τη δεκαετία του '70, ανέπτυξε ένα σύστημα παράκαμψης των οικονομικών και βιομηχανικών κυρώσεων, βασιζόμενη στη διεθνοποίηση μεγάλων οικονομικών και βιομηχανικών κεφαλαίων, μέσω των λεγόμενων offshore επενδύσεων και επαφών με πολιτικο-στρατιωτικούς συνέταιρους, όπως το Ισραήλ και η Ταϊβάν.


Από το 1976 και την εξέγερση του Σοβέτο, η χώρα αποτελεί θέατρο πολιτικής βίας και αστυνομικής καταστολής στα μπαντουστάν: έπειτα από πολύμηνες ταραχές, ο φόρος αίματος φτάνει τους 600 νεκρούς.

Το κίνημα βάσης της Μαύρης Συνείδησης μένει ακέφαλο με το θάνατο του αρχηγού του, Στίβεν Μπίκο, από εγκεφαλικές κακώσεις, μετά από ξυλοδαρμό από αστυνομικούς του καθεστώτος απαρτχάιντ (12 Σεπτεμβρίου 1977), κάτι που οδήγησε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να επιβάλει κυρώσεις για πρώτη φορά στη Νότια Αφρική, υιοθετώντας εμπάργκο στην αγορά πολεμικού εξοπλισμού. 

Το 1961, η Νότιος Αφρική είχε ήδη υποχρεωθεί να αποσυρθεί από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, ενώ ακολούθησαν το 1984 και 1985 οικονομικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.

Οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας είχαν προσλάβει επιστήμονες για ένα πρόγραμμα μείωσης της γονιμότητας των Μαύρων γυναικών, μέσω μιας ουσίας που διαχεόταν στο νερό ή κάποιου είδους ένεσης. 

Εξάλλου, το καθεστώς του απαρτχάιντ ωθούσε τις μαύρες γυναίκες σε αντισύλληψη και έλεγχο των γεννήσεων, με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο μέσος όρος παιδιών ανά μαύρη οικογένεια στη Νότια Αφρική να έχει πέσει από 6 σε 4,6, το χαμηλότερο ποσοστό εκείνη την περίοδο στην υποσαχάρια Αφρική. 

Ωστόσο, βάσει δημογραφικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων και πηγών, υποστηρίζεται ότι οι μαύρες της Νοτίου Αφρικής είχαν ανάγκη τον οικογενειακό προγραμματισμό, αμφισβητώντας την εφαρμογή της πρακτικής αυτής για ρατσιστικούς λόγους.

Από την πλευρά του, το στρατιωτικό τμήμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), οργάνωνε τον ανταρτοπόλεμό του σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Ανγκόλα, στην Τανζανία ή τη Ζάμπια, όπου λάμβαναν χώρα βασανιστήρια και εκτελέσεις στρατιωτικών που κατηγορούνταν για κατασκοπεία. 

Από το 1977, οργάνωνε σαμποτάζ και επιθέσεις ακόμα και εντός της Νότιας Αφρικής. Κάποιες φορές, οι ενέργειες ήταν συμβολικές, όπως επίθεση κατά των αστυνομικών τμημάτων στα μπαντουστάν, ωστόσο άλλες φορές, επρόκειτο για πραγματικές τρομοκρατικές ενέργειες: επίθεση στην Church Street στην Πραιτώρια το 1983, επίθεση στο Αμανζιμτότι το 1985, δολοφονίες Λευκών γεωργών στο βορρά και ανατολικά στο Τράνσβααλ ή τοπικής αστυνομίας ή Μαύρων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τις Αρχές. 

Έπειτα από πίεση και της διεθνούς κοινής γνώμης, το απαρτχάιντ έγινε πιο ελαστικό ως πολιτική κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Πίτερ Βίλεμ Μπότα.

Έπειτα από την ίδρυση σωματείων μαύρων το 1979, ο Μπότα το 1984 εισήγαγε τη σταδιακή μείωση των ανισοτήτων στους μισθούς μεταξύ Λευκών και Μαύρων στα ορυχεία και το 1985 επιτρέπει τη δημιουργία διαφυλετικών συνδικάτων και καταργείται ο νόμος που απαγόρευε τους μικτούς γάμους. 

Ένα χρόνο αργότερα, καταργείται και ο νόμος του 1952, με τον οποίο οι Μαύροι έπρεπε να έχουν πάνω τους και να επιδεικνύουν "πάσο"/διαβατήριο για να έχουν πρόσβαση σε περιοχές της πόλης, κι έτσι μπορούν να κινηθούν ελεύθερα σε όλη την πόλη, ακόμα και να εγκατασταθούν όπου επιθυμούν.

Το 1987, καταργείται και ο νόμος που καθόριζε συγκεκριμένα επαγγέλματα για τους Λευκούς και τους Μαύρους. Ωστόσο, παρά τα ευνοϊκά μέτρα υπέρ των Ασιατών και των Μιγάδων, η πλειονότητα του μαύρου πληθυσμού συνέχιζε να βρίσκεται στο περιθώριο και οι εν μέρει λύσεις που πρόσφερε στην προσαρμογή του απαρτχάιντ στη σύγχρονη κοινωνία περισσότερο εξόργισαν τους υποστηρικτές της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.


Το 1989, την εξουσία ανέλαβε ο Φρεντερίκ ντε Κλερκ, ο τελευταίος λευκός πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής του απελευθερώθηκε ο Νέλσον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου 1990, με τον οποίο μοιράστηκε το 1993 το Νόμπελ Ειρήνης, "για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής".

Επίσης, νομιμοποιήθηκαν τα άλλοτε απαγορευμένα πολιτικά κόμματα και από το Μάρτιο του 1990 άρχισαν επίσημες διαπραγματεύσεις με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Η πλειονότητα των νόμων του απαρτχάιντ καταργήθηκαν μεταξύ του 1989 και του 1991, και τον Απρίλιο του 1992 πραγματοποιήθηκε συνταγματική συνέλευση.

Αν και ορισμένοι συντηρητικοί Αφρικάνερς κατέφευγαν σε ουτοπιστικές πεποιθήσεις του παρελθόντος (Βόλκσταατ, λαϊκό κράτος), άλλοι, οι οποίοι θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι των Λευκών Νοτιοαφρικανών, υιοθέτησαν και πάλι το παλαιότερο σλόγκαν "Προσαρμογή ή αφανισμός", οδηγώντας σε μια πολιτική "ανοίγματος" προς τη μαύρη πλειοψηφία της χώρας. Μετά από τέσσερα χρόνια συνταγματικών διαπραγματεύσεων, οι πρώτες πολυφυλετικές εκλογές διεξάχθησαν τον Απρίλιο του 1994 και οδήγησαν στην εκλογή του Νέλσον Μαντέλα, πρώτου μαύρου προέδρου της Νοτίου Αφρικής.

Από το 1996 ως το 1998, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης διέσχισε όλη τη χώρα για να συλλέξει μαρτυρίες θυμάτων και καταπιεστών, οπαδών ή αντιπάλων του απαρτχάιντ, προκειμένου να καταγράψει όλες τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ 1960 και 1993 και να διαλευκάνει τα εγκλήματα και τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν είτε από την κυβέρνηση είτε από τα απελευθερωτικά κινήματα.

Η τελική έκθεση της Επιτροπής υπογράμμιζε την έλλειψη μεταμέλειας ή επεξηγήσεων ορισμένων πρώην πολιτικών ηγετών του καθεστώτος του απαρτχάιντ όπως οι Πίτερ Βίλεμ Μπότα, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, Μάγκνους Μάλαν, αλλά και την ανάλογη συμπεριφορά ορισμένων αρχηγών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ιδίως στα στρατόπεδα εκπαίδευσης της Ανγκόλα και της Τανζανίας.

Η πλειοψηφία όσων βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, αθωώθηκε λόγω ελλειπών αποδείξεων ή συμμόρφωσης με τους κανόνες. Η Νότια Αφρική αναφέρεται συχνά ως Έθνος Ουράνιο Τόξο, όρος που επινοήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και χρησιμοποιήθηκε από τον Νέλσον Μαντέλα ως μεταφορά για την περιγραφή της πολυπολιτισμικής απάντησης στον ρατσισμό και την ξενοφοβία της ιδεολογίας του απαρτχάιντ.

Το απαρτχάιντ εφαρμόστηκε επίσης από το 1959 μέχρι το 1979 και στη Νοτιοδυτική Αφρική, σημερινή Ναμίμπια. Κατά τη δεκαετία του '80, υπήρξαν σταδιακές μεταρρυθμίσεις, με τη θέσπιση πολιτικών δικαιωμάτων στους "Ινδούς" και στους "Μιγάδες", μέχρι που καταργήθηκε ως καθεστώς το 1991.

Κύρια χαρακτηριστικά και αυτού του κράτους ήταν η φιλοπατρία, η γενναιότητα, η μιλιταριστική οργάνωση, η πίστη και απόλυτη υπακοή στον ηγέτη και το κράτος, η ξενοφοβία, και υφέρπον ρατσισμός του, η καταπίεση των μαύρων δούλων και ο συστηματικός εξολοθρεμμός τους, μιας και θεωρούταν κατώτεροι και επικίνδυνοι, η επιθετική επέκταση του και το βίαιο τέλος του από εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις.

Ο όρος Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ , επίσημο όνομα Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Reich) και αργότερα Μείζων Γερμανική Αυτοκρατορία (Großdeutsches Reich), αναφέρεται στη Γερμανία της περιόδου 1933–1945, κατά την οποία το Ναζιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν στην εξουσία.

Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία, βασισμένη κυρίως στην έννοια του "ζωτικού χώρου", (Lebensraum), ήταν ανάμεσα στους κύριους λόγους του ξεσπάσματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ναζιστικό καθεστώς άλλαξε ολοσχερώς τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στη χώρα, καθιερώνοντας τον "υπέρτατο Ηγέτη" (Φύρερ) και υιοθετώντας φυλετική πολιτική, η οποία οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και, τελικά, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. Η ένοπλη σύρραξη που προκλήθηκε από την πολιτική του καθεστώτος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή του παγκόσμιου χάρτη.

Είναι γνωστή η ιστορία και τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής και της προσπάθειας επέκτασης αυτού του καθεστώτος στον κόσμο. Κύρια χαρακτηριστικά και αυτού του κράτους ήταν ο ακραίος εθνικισμός, η γενναιότητα, η μιλιταριστική οργάνωση, η πίστη και απόλυτη υπακοή στον ηγέτη και το κράτος, η ξενοφοβία, και υφέρπον ρατσισμός του, η καταπίεση όλων των υπόδουλων και ο συστηματικός εξολοθρεμμός τους, μιας και θεωρούταν κατώτεροι και επικίνδυνοι, η επιθετική επέκταση του και το βίαιο τέλος του από εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις.

Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ. Από τον 19ο αιώνα το σιωνιστικό κίνημα (που είχε ιδρυθεί το 1897 με σκοπό την ίδρυση του Ισραήλ), απαίτησε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, ενώ ανέλαβε την παράνομη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στην Παλαιστίνη, την οποία προσπάθησαν αρχικά να σταματήσουν οι Βρετανοί οι οποίοι είχαν μετατρέψει την περιοχή σε προτεκτοράτο. 

Το 1917 όμως η Βρετανία άλλαξε στάση και ο υπουργός εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ δήλωσε πως υποστηρίζει τη μελλοντική ίδρυση Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη "στο βαθμό που δεν επηρεάζονται οι Άραβες κάτοικοι". Η Εβραϊκή παράνομη μετανάστευση συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν.

Την περίοδο 1936 -1939 οι Άραβες ξεσηκώθηκαν ένοπλα εναντίον των Βρετανών και σε μικρότερο βαθμό πραγματοποίησαν επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς. Με την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και καθ´όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα. 

Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Άραβες, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του ισραηλινού "πόλεμου της ανεξαρτησίας". Το 1947, ο ΟΗΕ ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, και στις 29 Νοεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση Αρ. 181 για τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε ένα ισραηλινό και ένα αραβικό κράτος, και τη μετατροπή της Ιερουσαλήμ σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων. 

Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς και η δυτική όχθη του Ιορδάνη, τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας, ενώ η νέα πόλη ελέγχθηκε από τους Ισραηλινούς. Οι Άραβες άρχισαν βίαιες διαμαρτυρίες κατά των Εβραίων, τη στιγμή που στην περιοχή κατοικούσαν 590.000 Εβραίοι και 1.320.000 Άραβες.


Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Δαβίδ Μπεν Γκουριόν. 

Παράλληλα, η Χαγκανά παρουσιάζεται πλέον ως ο τακτικός στρατός του κράτους του νεοσύστατου Ισραήλ που έκτοτε ονομάζεται Αμυντική Ισραηλινή Δύναμη' (Israel Defense Force/IDF, Εβραικά: Τσβά Χαγκανά Λε-Γισραέλ) γνωστότερος στους Ισραηλινούς, από τα αρχικά, του ως 'Τσαχάλ'. 

Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και την Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και την Γάζα η πρώτη και την Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.

Έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμα συγκρούσεις που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Κύριες στιγμές της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης ήταν ο πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967, όταν το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο στις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας που ήταν έτοιμες να του επιτεθούν, και προέλασε στο έδαφος τους καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο του Σινά, την Λωρίδα της Γάζας, την Δυτική Όχθη και τα Υψώματα του Γκολάν, και ο πόλεμος του Γιομ Κιππούρ του 1973 όταν και πάλι οι Αγυπτιο-Συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά την ημέρα της ιερότερης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων, αυτή τη φορά με επιτυχία (το Ισραήλ σώθηκε με αμερικανική παρέμβαση). 

Ταυτόγχρονα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις μέρες μας, ένας μυστικός τρομοκρατικός πόλεμος με εκατέρωθεν δολοφονίες τόσο στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη όσο και σε τρίτες χώρες εξελίσσεται ανάμεσα σε διάφορες αραβικές οργανώσεις και την ισραηλινή μυστική υπηρεσία "Μοσάντ". Για παράδειγμα η δολοφονία ένδεκα Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και, πρόσφατα, η δολοφονία παλαιστινίου προμηθευτού όπλων της Χαμάς στο Ντουμπάι.

Ο Μεναχέμ Μπέγκιν (ισραηλινός πρωθυπουργός 1977-1983) με τον αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ αλ-Σαντάτ στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση του αμερικανικού κονγκρέσου όπου ανακοινώθηκε η συμφωνία του Καμπ Ντέϊβιντ στις 18 Σεπτεμβρίου 1978. 

Από τις 19 Νοεμβρίου του 1977, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου Ανουάρ αλ-Σαντάτ, ξεκινά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μαζί με το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα στις 26 Μαρτίου του 1979, να υπογραφεί στο Καμπ Ντέιβιντ συμφωνία σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ ενώ το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Σινά. 

Η Ισραηλινή πλευρά υποσχέθηκε επιπλέον να αρχίσει συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους. Αντί του τελευταίου όμως ο τότε ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν άρχισε να επιχορηγεί τους, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο παράνομους, Εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, πολιτική που συνεχίζεται έως τις μέρες μας.

Εν συνεχεία ακολούθησε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982 αμέσως μετά την επιχείρηση δολοφονίας του ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο (η οποία τελικά οδήγησε στην οριστική παράλυση του) από μέλη μίας παλαιστινιακή οργάνωση με έδρα τον Λίβανο, αντιτιθέμενη στην PLO. Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον (τότε χαώδη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου) Λίβανο με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών.

Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά περικύκλωσαν και στο τέλος εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βυρητό. 

Με την ανοχή του Ισραηλινού στρατού Χριστιανοί Λιβανέζοι ένοπλοι έπραξαν τη φοβερή σφαγή Παλαιστινίων μουσουλμάνων στα στρατόπεδο προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα. Στη συνέχεια ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λίβανου μέχρι το 2000 οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις.

Η Ιντιφάντα, η συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται σε μικρότερη κλίμακα έως τις μέρες μας. Ο Γιτζάκ Ράμπιν (εβραϊκά: Γιτσχάκ Ραμπίν) (ισραηλινός πρωθυπουργός 1992-1995), ο Μπιλ Κλίντον και ο Γιάσερ Αραφάτ στη Συμφωνία του Όσλο στις 13 Σεπτεμβρίου 1993.


Μετά την Αίγυπτο, το 1994 η Ιορδανία έγινε η δεύτερη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Οι διαφορές Αράβων και Ισραηλινών φάνηκαν να διευθετούνται προσωρινά με τις Συνθήκες του Όσλο του 1994, που προέβλεπαν τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, ξεχωριστού κράτους των Παλαιστινίων, χωρίς ωστόσο οι συγκρούσεις να σταματήσουν. 

Το 1994 ο πρωθυπουργός Ισαάκ Ραμπίν (Γιτσχάκ Ραμπίν) έλαβε από κοινού με τον Γιάσερ Αραφάτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τη συμφωνία και λίγο αργότερα ο Ραμπίν δολοφονήθηκε από τον ακρο-δεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή Yigal Amir.

Το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Γάζα τον Αύγουστο του 2005, υπό πρωθυπουργίας του Αριέλ Σαρόν, μετά από βίαιη απομάκρυνση Εβραίων εποίκων από τον Ισραηλινό στρατό. Τον Ιούνιο του 2006 μαχητές της Σιϊτικής οργάνωσης του Λιβάνου Χεζμπολά πρώτα σκότωσαν πέντε και απήγαγαν δύο Ισραηλινούς στρατιώτες στα ισραηλινο-λιβανέζικα σύνορα και στη συνέχεια εξαπέλυσαν καταιγισμό οβίδων αλλά και πυραύλων Ιρανικής προέλευσης που έπληξαν μεγάλες Ισραηλινές πόλεις στο βορρά όπως η Χάιφα σκοτώνοντας 43 Ισραηλινούς πολίτες, προξενώντας υλικές ζημιές και μεγάλο πανικό στον άμαχο πληθυσμό.

Περίπου 200.000-500.000 Ισραηλινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους. Το Ισραήλ απάντησε με ένα σκληρότατο βομβαρδισμό εκτεταμένων στρατιωτικών αλλά και πολιτικών στόχων στο Λίβανο από ξηρά, αέρα και θάλασσα που προξένησε πολύ μεγάλες απώλειες αμάχων και τεράστιες υλικές ζημιές. 

Το Ισραήλ κατηγορήθηκε από πολλές χώρες για χρήση βίας εκτός μέτρου αλλά οι ΗΠΑ απέτρεψαν την καταδίκη του από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξασκώντας δικαίωμα 'βέτο. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Κύρια χαρακτηριστικά και αυτού του κράτους ή είναι  η φιλοπατρία, η γενναιότητα, η μιλιταριστική οργάνωση, η πίστη και απόλυτη υπακοή στον ηγέτη και το κράτος, η ξενοφοβία, και υφέρπον ρατσισμός του, η καταπίεση των παλαιστινίων «δούλων» του και ο συστηματικός εξολοθρεμμός τους, μιας και θεωρούνται κατώτεροι και επικίνδυνοι, η επιθετική επέκταση του και οι ισχυρές εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις.


Θα έχει άραγε και το Ισραήλ ένα βίαιο τέλος όπως όλα τα προαναφερθέντα καθεστώτα μετά από μία βίαιη εξωτερική εισβολή και ισχυρές εσωτερικές πιέσεις; Τίποτα δεν είναι στην εποχή μας απίθανο και μόνο εάν οι ίδιοι οι Ισραηλινοί μετανιώσουν για τα λάθη τους και αλλάξουν πολιτικοί θα βρουν ειρήνη και ευημερία όπως όλοι οι υπόλοιποι λαοί. Αλλιώς αν παραμείνουν αμετανόητοι και πορωμένοι θα ισχύσει πιθανόν και για αυτούς, όπως και για όλους τους παραπάνω λαούς το γνωστό βιβλικό ρητό : «Μάχαιρα έδωσες, μαχαίρα θα λάβεις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου