Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΩΣ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΤΟΥ 2016 ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΗΣΤΡΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

ΠΩΣ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΤΟΥ 2016 ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΗΣΤΡΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΦΕΡΑΡΑΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ




Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ 
                                                                                                25 Ιουνίου 2016                                                                                   
Η Σύνοδος Φλωρεντίας λεγόμενη και Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας λέγεται η σύνοδος που από μέρους της Καθολικής εκκλησίας θεωρείται ότι είναι η συνέχεια της συνόδου της Βασιλείας , και πραγματοποιήθηκε στην Φεράρα της Ιταλίας το 1438 και αργότερα το 1439 στην Φλωρεντία, όπου και συζητήθηκε το ζήτημα της Ένωσης των δυο εκκλησιών -Ανατολικής και Δυτικής- υπό την ηγεσία του πάπα Ευγένιου Δ΄, γιατί μέσω της ένωσης ο Ευγένιος ήθελε να ενισχύσει το κύρος του έναντι της συνόδου της Βασιλείας και όσων επισκόπων δεν τον αναγνώριζαν ως κανονικό πάπα. Το αποτέλεσμα της Συνόδου ήταν να ψηφιστεί (μετά από πιέσεις και εκβιασμούς στους Ορθοδόξους) η Ένωση των δυο εκκλησιών, αλλά εξαιτίας των αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη να μη γίνει πράξη ποτέ.
Εκείνη την εποχή, ενώ οι Βυζαντινοί επεκτείνονταν στην Πελοπόννησο, λίγο πιο βόρεια η Θεσσαλονίκη έδινε την τελευταία μάχη της με τους Τούρκους. Οι τελευταίοι έπειτα από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία κατέλαβαν την πόλη στις 29 Μαρτίου 1430 και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους της διέφυγαν την σφαγή. Μετά την Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι πολιόρκησαν τα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι των Ιωαννίνων ωστόσο συγκλονισμένοι από την καταστροφή της Θεσσαλονίκης προτίμησαν να δεχθούν τα προνόμια που τους υποσχέθηκαν οι Τούρκοι σε περίπτωση που δεν πρόβαλαν αντίσταση και παρέδωσαν την πόλη σε αυτούς τον Οκτώβριο του 1430.
Οι νέες απώλειες ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να στραφεί πάλι για βοήθεια στη Δύση και τον πάπα. Σε αυτή την δύσκολη για το Βυζάντιο ιστορική συγκυρία, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος πίστεψε ότι θα µπορούσε να διαπραγµατευτεί µια συµφωνία, η οποία θα συνέδεε την Ένωση των δύο Εκκλησιών µε µια νέα Σταυροφορία από τους ∆υτικούς εναντίον της πιεστικής τουρκικής απειλής κατά της Αυτοκρατορίας του, γι’ αυτό και αποδέχτηκε την πρόσκληση του Πάπα, να συμμετάσχουν και οι εκπρόσωποι της ανατολικής εκκλησίας στη Σύνοδο.


Ξεκίνησε έτσι από το 1431 επαφές με τον πάπα και τους κύκλους της Βασιλείας, που σε σύνοδο την ίδια χρονιά είχαν θέσει το ζήτημα της λήψης σημαντικών αποφάσεων από σύνοδο και όχι από τον πάπα. Η έριδα του πάπα Ευγενίου Δ' με τους κύκλους της Βασιλείας καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις, αποφασίστηκε όμως τελικά να συγκληθεί σύνοδος στη Φερράρα που μεταξύ άλλων θα έλυνε και το ζήτημα της Ένωσης των Εκκλησιών. Τη σύνοδο θα παρακολουθούσε και ο ίδιος ο Ιωάννης Η' που πήγαινε στη Δύση όχι μόνο για να ζητήσει βοήθεια, αλλά και για να πραγματοποιήσει την Ένωση με τη Ρώμη. Πριν φύγει το Νοέμβριο του 1437 άφησε αντικαταστάτη στο θρόνο τον αδελφό του Κωνσταντίνο.

Πριν την αναχώρηση των Βυζαντινών ο Σχολάριος  «εκφώνησε συμβουλευτικό λόγο, με τον οποίο τάχθηκε κατά της μετάβασης των Ορθοδόξων στην Ιταλία και της συμμετοχής τους σε ενωτική σύνοδο, εφόσον δεν εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δογματική ένωση, αφού προηγουμένως επιλύονταν όλες οι χωρίζουσες τις δύο εκκλησίες θεολογικές διαφορές».
Οι Έλληνες έχοντας αποδεχτεί τη σύνοδο της Φερράρα σα νόμιμη αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη επιβιβαζόμενοι σε βενετικά πλοία στο τέλος του Νοέμβρη του 1437. Η αντιπροσωπεία με αρχηγούς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' και ακόμα το γιό του Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β', τον [Ισίδωρος του Κιέβου| Μητροπολίτη Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο], καθώς τότε ακόμα η Ρωσία δεν είχε δικό της αυτοκέφαλο πατριάρχη αλλά είχε μόνο μητροπολίτη υπαγόμενο στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ακόμα η αντιπροσωπεία περιλάμβανε τον Μάρκο τον Ευγενικό που ήταν επίσκοπος Εφέσου ο οποίος ήταν και εκπρόσωπος (τοποτηρητής) των πατριαρχείων Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Στην αρχή, όλοι όσοι συμμετείχαν στην Ορθόδοξη αποστολή, πήγαιναν στην Σύνοδο της Φλωρεντίας «με την εντύπωση πως ήταν ισότιμα μέλη μιας συνόδου που δεν ανήκε ούτε στον πάπα ούτε στον αυτοκράτορα, αλλά στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και μετέσχον αυτής ενωτικοί και ανθενωτικοί, φιλέλληνες και λατινόφρονες».
Η αντιπροσωπεία αποτελούνταν συνολικά από σχεδόν 700 άτομα, ολόκληρη η ελληνική διανόηση της εποχής. Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν στις 9 Απρίλη 1438 στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου της Φερράρα. Η σύνοδος αποφάσισε να συνέρχονται τρεις φορές την εβδομάδα στον ναό του Αγίου Αντρέα της Φερράρα για να συζητούν. Από τη μεριά των Ελλήνων έπαιρναν μέρος οι Μητροπολίτες Εφέσου, Μονεμβασίας, Νίκαιας, Αγχιάλου, ο μέγας χαρτοφύλακας, ο μέγας εκκλησιάρχης, ο ηγούμενος της μονής Παντοκράτορα, ο ηγούμενος της μονής Καλέως και ο ιερομόναχος Μωυσής ενώ από τη μεριά των Λατίνων υπήρχαν δυο καρδινάλιοι, δύο μητροπολίτες, δύο επίσκοποι και 4 κληρικοί.

Οι πρώτες συνεδριάσεις κράτησαν μέχρι τις 17 Ιούλη του 1438 στις οποίες συζητήθηκαν όλες οι διαφορές που είχαν προκύψει από το Σχίσμα του 1054 αλλά ο γάμος των κληρικών, το καθαρτήριο των ψυχών και κυρίως η προέλευση του Αγίου Πνεύματος, το πιο δύσκολο σημείο των συνομιλιών (Ο πάπας σχεδόν άμεσα αθέτησε επίτηδες (εν είδει πίεσης) τους όρους φιλοξενίας προς τους Βυζαντινούς, και αντί να δίνει τακτικά, τα συμφωνηθέντα για την συντήρηση της Ορθόδοξης αποστολής χρήματα, έδινε στα μέλη της… μερίδες φαγητού! Κατόπιν, με τη δικαιολογία επιδημίας πανώλης αλλά και υποσχέσεις για αξιοπρεπή συντήρηση, η σύνοδος μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία).
Τι ζητούσε ο βυζαντινός αυτοκράτορας; Τη βοήθεια της Δύσης για να αποκρούσουν τον τουρκικό επεκτατισμό. Και τι ήταν διατεθειμένος να προσφέρει σαν αντάλλαγμα; Την υποταγή του Βυζαντίου στην Δύση, μία υποταγή με την μορφή της πρωτοκαθεδρίας του Πάπα και της καθολικής εκκλησίας (τον ισχυρότερο πολιτικό και οικονομικό εκπρόσωπο της φεουδαρχικής Δύσης), σε βάρος της ανατολικής εκκλησίας.
Δυστυχώς, οι συζητήσεις στην Φερράρα-Φλωρεντία έδειξαν πως οι προθέσεις των Δυτικών δεν ήσαν απολύτως ειλικρινείς και έντιμες για ένα γνήσιο και ισότιμο θεολογικό διάλογο, και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να επιτευχθεί μία σταθερή Ένωση και όχι αυτή η εκβιαστική και υπό πιεστικές ιστορικές συνθήκες ψευδοένωση που άλλωστε δεν είχε τις προϋποθέσεις να διαρκέσει.
Όποιος μελετήσει την ιστορία της ενωτικής συνόδου της Φλωρεντίας, με πολύ δυσκολία θα κρατήσει τον θυμό του για τις ψεύτικες ελπίδες που μοίραζαν οι παπικοί, για τις παρανοϊκές απαιτήσεις τους, για τις χυδαίες πιέσεις και τις μονόπλευρες αξιώσεις τους, οι οποίες πήγαζαν από την βεβαιότητα πως οι Ορθόδοξοι τους είχαν ανάγκη. Εξ αρχής διεφάνη η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά του Πάπα Ευγενίου προς τους ορθοδόξους.
 Απαίτησε ο αυτοκράτωρ, ο Πατριάρχης και οι λοιποί ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να γονατίσουν  μπροστά του,  και να του φιλήσουν το πόδι σύμφωνα με το παπικό πρωτόκολλο, να καθίσουν σε χαμηλότερους θρόνους (απαιτήσεις που δεν τις δέχθηκαν οι ορθόδοξοι ως υποτιμητικές και προσβλητικές και ο Ο Πατριάρχης φυσικά αρνήθηκε, απειλώντας ότι θα αποχωρήσει και θα επιστρέψει στην Κων/πολη. Τελικά ο πάπας υποχώρησε και συμφώνησε να γίνει «αδελφικός ασπασμός», αρνήθηκε όμως να γίνει αυτό δημόσια, και αξίωσε να τον επισκεφτεί η Ορθόδοξη αποστολή μέσα στο κελλί του!!!). 
Άλλωστε, οι συζητήσεις τραβούσαν εις μάκρος, οι Λατίνοι ήθελαν να κουράσουν τους ορθοδόξους ελπίζοντες ότι οι στερήσεις στην καθημερινή τους τροφοδοσία και στις συνθήκες διαμονής, η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα μετά από πολύμηνη παραμονή σε ιταλικό έδαφος, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι χρηματικές υποσχέσεις του Πάπα θα έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να κάμψουν το φρόνημα των ορθοδόξων και να τους αναγκάσουν έστω και απρόθυμα να υπογράψουν την Ένωση με τους όρους των Λατίνων.
Το Γενάρη του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όχι μόνο λόγω της πανώλης που ξέσπασε στη Φερράρα αλλά και λόγω της προθυμίας του Λαυρέντιου των Μεδίκων να χρηματοδοτήσει τις εργασίες της Συνόδου. Για το θέμα του Filioque η διαφωνία συνεχιζόταν τόσο μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, όσο και μεταξύ του αυτοκράτορα και του Mάρκου Ευγενικού, Μητροπολίτη Εφέσου, κυρίως, που δεν συναινούσε στις δικηγορίστικες ερμηνείες της δογματικής αυτής διαφοράς. Οι ορθόδοξοι τελικά υποχώρησαν και συμφώνησαν στην χρησιμοποίηση της φράσης «εκπόρευση δια του Υιού» κάτι που οι Λατίνοι που εξελάμβαναν ως «εκπόρευση εκ του Υιού» και συμφώνησαν επίσης και στα πρωτεία του Λατίνου πατριάρχη έναντι όλων των ορθόδοξων πατριαρχών της Ανατολής.
Αυτό που τελικά επέτρεψε στον πάπα να κυριαρχήσει, ήταν η απελπιστική κατάσταση του Βυζαντίου, που οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, «παρά τις προκλητικές ταπεινώσεις και τη διάψευση των προσδοκιών», να επιμείνει «στην προώθηση και την υπογραφή του όρου της ένωσης».  Επειδή ο διάλογος ως δεν προχωρούσε, ο αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Όταν αποφάσισε ότι η Ένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των οικουμενικών συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του πατριαρχικού κλήρου, και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες.
Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ένωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση τον Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ένωσης. Έτσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο μητροπολίτης Ηράκλειας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.
Κατά συνέπεια: «Ήταν αδύνατον πλέον, μετά τις απειλές και τις πιέσεις των Δυτικών προς Ορθοδόξους αρχιερείς και κληρικούς […] ο Σχολάριος να ενισχύσει με την δική του παρουσία το κύρος του ενωτικού Όρου, που επρόκειτο εντός ολίγου να υπογραφεί. Για τον λόγο αυτόν, απεχώρησε μαζί με τον [Πλήθωνα] Γεμιστό και το Δημήτριο Παλαιολόγο, αδελφό του βασιλέα, και όταν, την 6η Ιουλίου 1439, κηρύχθηκε η επίσημη ένωση, δεν συνυπέγραψε τον Όρο της, αλλά επέστρεψε στην Κων/πολη».
Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί και οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί. Ο Άγιος Μάρκος παρακολουθούσε τις εξελίξεις ”σιωπών και αλγών (=πονώντας) επί τοις γινομένοις”. Ακόμη και ο Πάπας τον εκάλεσε ενώπιόν του προσπαθώντας με πιέσεις και απειλές να τον πείσει πως αν δεν υπογράψει θα υποστεί τις συνέπειες. Για να τον υποτιμήσει περισσότερον δεν του προσέφερεν ούτε κάθισμα. Ο Άγιος Μάρκος έλαβε μόνος του κάθισμα προφασιζόμενος πόνους στα πόδια και κάθισε από μόνος του χωρίς την άδεια του Πάπα. Ήταν φανερό από την αγέρωχη και θαρραλέα στάση του ορθοδόξου ιεράρχου πως δεν θα υπέκυπτε στις παπικές πιέσεις και απειλές.
 Όταν έμαθε ο Πάπας Ευγένιος ότι ο Μάρκος Εφέσου δεν υπέγραψεν, είπε το παροιμιώδες: ”Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν!”. Έγινε πανηγυρική θεία λειτουργία, εμνημονεύθη ο Πάπας και ανεγνώσθη το κείμενο της Ενώσεως λατινιστί και ελληνιστί (από τον Βησσαρίωνα). Η ελληνική αντιπροσωπεία ανεχώρησε (Ακόμα, ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, ο όποιος υπέγραψε την ένωση για καθαρά πολιτικούς λόγους,  «εσωτερικά ουδέποτε αποδέχτηκε όσα συμφωνήθηκαν και υπογράφτηκαν. Αυτό κυρίως φαίνεται … από τη θέληση του να προστατεύσει το Μάρκο Ευγενικό μετά τη Σύνοδο [όταν ο πάπας θέλησε να τον δικάσει ως αιρετικό και από την απροθυμία του να επιβάλει τον ενωτικό όρο, η οποία έφτασε μέχρι το σημείο να ανέχεται ή και να ενισχύει τη δράση της αυστηρής  μερίδας των ανθενωτικών»).
Έτσι Ιούλιο 1439 σε επίσημη λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό της Φλωρεντίας διαβάστηκαν από ελληνικής πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, οι Όροι της Ένωσης, που έφερε τις υπογραφές των πάντων εκτός από του πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ που είχε στο μεταξύ πεθάνει και του Μάρκου του Ευγενικού που αρνήθηκε να υπογράψει καθώς και ο επίσκοπος Ιβηρίας και ο Ιωάννης Ευγενικός –αδερφός του Μάρκου- διάκονος και νομοφύλακας της μεγάλης εκκλησίας, ο Λακεδαίμονος και ο Σταυρουπόλεως Ησαϊας που έφυγε πριν τη λήξη για να μην υπογράψει.
Οι βυζαντινοί εγκατέλειψαν τη Φλωρεντία στις 19 Οκτώβρη του 1439. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εγγυήθηκε την ζωή του Αγίου Μάρκου, που παρ’ όλα αυτά τον εκτιμούσε βαθύτατα, και τον επιβίβασε στην αυτοκρατορική γαλέρα. Οι ορθόδοξοι, στον δρόμο της επιστροφής, έκαναν στάση στην Βενετία, όπου ελειτούργησαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας 17 Σεπτεμβρίου 1439, χωρίς παρουσία Λατίνων κληρικών και χωρίς να μνημονευθεί ο Πάπας. Ήταν φανερό πως οι ορθόδοξοι κατά βάθος δεν είχαν αποδεχθεί την Ένωση, έστω και αν κάτω από αφόρητες πιέσεις την υπέγραψαν.
 Τα νέα για την Ένωση γρήγορα ταξίδευσαν στην Ανατολή. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη στις 1 Φεβρουαρίου του 1440 λαός και κλήρος τους αποδοκίμασε έντονα. Και όπου περνούσε η ελληνική αντιπροσωπεία επιστρέφουσα εγένετο δεκτή από τους ορθοδόξους με αποδοκιμασίες, ενώ επευφημούσαν τον Μάρκο Εφέσου που δεν υπέγραψε. Προ των ανθενωτικών αντιδράσεων  του πιστού λαού, οι αρχιερείς που είχαν υπογράψει δήλωναν μετανοιωμένοι.
Καθοριστικός παράγοντας για την αποτυχία της Ένωσης, ήταν και η η αρνητική γνώµη και η καχυποψία όλου του απλού λαού της Κωνσταντινούπολης και του χαµηλότερου, ιεραρχικά, ορθόδοξου κλήρου και των µοναχών απέναντι στην ∆ύση, η οποία χρονολογείται δύο και πλέον αιώνες πρωτύτερα, στο 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους χριστιανούς Σταυροφόρους.
Η ανάµνηση των τροµερών ιεροσυλιών, σφαγών και λεηλασιών από τους «χριστιανούς αδελφούς» Σταυροφόρους το 1204 και µέχρι το 1261 υπερίσχυσε πλήρως στην συνείδηση του βυζαντινού λαού.  Έτσι, δύο αιώνες αργότερα, την εποχή της Συνόδου, οι Λατίνοι δεν θεωρούνταν χριστιανοί, αλλά εχθροί και ξένοι, οι οποίοι κατέστρεψαν µεγάλο µέρος του ορθόδοξου «µωσαϊκού» της Πόλης, αλλά και του ίδιου του Βυζαντίου. Η λαϊκή κινητοποίηση τότε απέτρεψε την υποταγή της Ανατολής στην Δύση.
Μπορεί ο αυτοκράτωρ να τοποθέτησε στην θέση  του θανόντος  πατριάρχου Ιωσήφ τον φιλενωτικό Μητροφάνη Κυζίκου, ωστόσο δεν έλαβε περισσότερα μέτρα για την εφαρμογή των όρων της Ενώσεως. Ο λαός αντιδρούσε, στους ναούς που λειτουργούσαν οι ενωτικοί  δεν συμμετείχε θεωρώντας τους προδότες και εξωνημένους, ενώ τιμούσε τον Άγιο Μάρκο που ανεδείχθη στύλος και υπέρμαχος της ορθοδοξίας Το κίνημα των «ανθενωτικών» έγινε σε ελάχιστο χρόνο τόσο σφοδρό και εξαπλώθηκε χωρίς ουσιαστικές αντιλογίες στην Ανατολή, επειδή όλοι αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο όχι για Σύνοδο αλλά για μια παρωδία, με σκοπό την πλήρη υποταγή και τον εξευτελισμό των Ορθοδόξων για ανύπαρκτα ανταλλάγματα).
Στὴν πραγματικότητα είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι ο πάπας δεν μπορούσε να βοηθήσει στρατιωτικά την Ανατολή. Οἱ ἐλπίδες αὐτὲς ἦταν φροῦδες, ἀφενὸς μὲν διότι ὁ Πάπας δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλει στοὺς ἄνακτες τῆς Εὐρώπης τὴν ὑποτιθέμενη θετικὴ ἀπόφασή του γιὰ τὴν ἀπόκρουση τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφετέρου ἐπειδὴ ἀκριβῶς καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοὶ ἡγεμόνες δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ ἀναλάβουν τὸ κόστος ἑνὸς «σωτήριου πολέμου» ὑπὲρ τῶν Ὀρθοδόξων Βυζαντινῶν τούς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν μὲ ἐχθρικὴ διάθεση ἢ «πολιτικο-θρησκευτικὴ δυσφορία», ἐνῶ πάντοτε διεκδικοῦσαν τὸ ρόλο τοῦ συνεχιστοῦ καὶ νομίμου διαδόχου τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ποὺ μέχρι τότε ὡς «ἀντίπαλον δέος» ἢ «ἀγκάθι» στὰ ἀδηφάγα καὶ ἐπεκτατικὰ σχέδιά τους, ὑποστασιοποιοῦσε καὶ ἐνσάρκωνε ἡ ἀπομονωμένη καὶ ἀποδυναμωμένη Κωνσταντινούπολη.
Εάν τα πράγματα ήταν έτσι, και υπήρχαν ελπίδες βοηθείας, ο πάπας δεν θα κατέφευγε σε φτηνά κόλπα, απειλές, εκβιασμούς και δωροδοκίες αυλικών του αυτοκράτορα για να πετύχει μια συμφωνία με αμφίβολη επιτυχία. Εάν ο πάπας είχε πράγματι τη δύναμη και την επιρροή να βοηθήσει την Ανατολή, τότε θα είχε καταφέρει να βρίσκονται στο πλάι του οι εγγυητές της ειλικρίνειάς του, δηλαδή οι ισχυροί ηγεμόνες της Δύσης, οι οποίοι θα συζητούσαν και θα συμφωνούσαν με τους Ανατολικούς σε ένα σχέδιο διάσωσης του Βυζαντίου. Όμως, τίποτε τέτοιο δεν υπήρξε: «Είναι γεγονός πως ο πάπας δεν μπορούσε να βοηθήση, κι αυτό το έβλεπε ο αυτοκράτορας στη Φλωρεντία, γι’ αυτό και καθυστερούσε τη διαδικασία της συνόδου με την ελπίδα πως θα έβλεπε εκεί αντιπροσώπους των ηγεμόνων της Δύσεως. Η σκέψις του αυτοκράτορα ήταν σωστή, αλλ’ αποδείχθηκε τελικά χιμαιρική».
Επειδή λοιπόν γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια, «οι Λατίνοι ηθέλησαν όπως αρχίσουν αμέσως αι επίσημοι συνεδρίαι, ενώ οι Έλληνες, προεξάρχοντος του βασιλέως, εζήτησαν προθεσμίαν μέχρι της ελεύσεως των ηγεμόνων της Δύσεως, τους οποίους εις μάτην ανέμενον». Επίσης εκείνη την εποχή στην Ευρώπη η Γαλλία βρισκόταν σε αναμέτρηση με την Αγγλία στον εκατονταετή πόλεμο, η Γερμανία σπαρασσόταν από εμφύλιο (και ήταν και εχθρική προς τον πάπα λόγω της διαμάχης του με τον Γερμανό αυτοκράτορα),  η Ιταλία ήταν χωρισμένη σε πολλά κρατίδια που αντιμαχόταν μεταξύ τους (και οι μόνες που είχαν συμφέροντα στο Βυζάντιο, η Γένοβα και η Βενετία είχαν αρχίσει να υπογράφουν συνθήκες με τους Οθωμανούς), ενώ το βασίλειο της Ισπανίας πολεμούσε με τους άραβες που κατείχαν το νότιο μέρος της Ισπανίας, και επομένως καμία μεγάλη δύναμη εν μπορούσε τότε, ούτε και την ενδιέφερε η σωτηρία του Βυζαντίου.
Θα ακολουθήσει στο Βυζάντιο  εμφύλιος διχασμός, οι πάντες θα χωριστούν σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς», και ο αδερφός του αυτοκράτορα, με πρόφαση ότι αρνούταν την ένωση, θα κάνει με τη βοήθεια των Τούρκων πραξικόπημα για να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας στην συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος εθεωρούντο άκυρες και μη δεσμευτικές. Ήδη ο Γ. Σχολάριος συντάσσει ”Σύντομον Απολογίαν” υπέρ των ανθενωτικών, ο λατινόφρων Πατριάρχης Μητροφάνης χαρακτηρίζεται ως αιρετικός και μητραλοίας της πίστεως, από τους τριάντα τρεις υπογράψαντες την Ένωση, οι περισσότεροι εγγράφως την απεδοκίμασαν και απέσυραν την υπογραφή τους , ενώ στην συνείδηση του πιστού λαού η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε ως ”ληστρική”.
Αλλά και επισήμως η Ορθόδοξος Εκκλησία απεκήρυξε την Φερράρα-Φλωρεντία. Μόλις το έτος 1443 συνήλθε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα με  την συμμετοχή των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και κατεδίκασαν την ψευδοένωση και τα της Συνόδου, αλλά και όλους τους λατινίζοντες. Νέα Σύνοδος συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή όλων των ορθοδόξων πατριαρχείων της Ανατολής το 1482, και κατεδίκασε τα συμβάντα στην Φλωρεντία ”τα κακώς και απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα ως δόγματα νόθα και της Καθολικής (=Ορθοδόξου) Εκκλησίας αλλότρια”, και η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας  ”αργή και ανενέργητος και ως μηδέ το κατ’ αρχάς όλως συστάσαι”. Η Ένωση, τελικά, επισημοποιήθηκε λίγους μήνες πριν την Άλωση, από τον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος εκ του λόγου αυτού και δεν είχε ορίσει πατριάρχη. Αμέσως μετά την Άλωση, ο ίδιος ο Μωάμεθ διόρισε τον υπό αυτοκρατορική δυσμένεια ανθενωτικό πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο.
Για την ακρίβεια επέλεξε σαν νέο Οικουμενικό Πατριάρχη τον ηγέτη των Ανθενωτικών μοναχό Γεννάδιο (τον γνωστό κατά κόσμον Γεώργιο Σχολάριο), που ήταν αιχμάλωτος στην Αδριανούπολη, τον οποίο και εγκαθίδρυσε πολιτικά με τις δέουσες τιμές, όπως ακριβώς έκαναν οι βυζαντινοί Βασιλείς σε ανάλογες περιπτώσεις.. Το 1480 σε σύνοδο που θα γίνει στο πατριαρχικό ναό της Παμμακαρίστου στη Κωνσταντινούπολη η σύνοδος της Φλωρεντίας θα κηρυχθεί αντικανονική και οι αποφάσεις της άκυρες.
Επίσης την Σύνοδο της Φλωρεντίας είχαν αποδοκιμάσει (πριν την Άλωση) και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας (μετά την Άλωση) το 1484. Αντίθετα αυτών οι Καθολικοί θεωρούν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας ως τη μόνη μετά το σχίσμα Οικουμενική Σύνοδο. Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει σαν "Οικουμενικές" και άλλες μετά το Σχίσμα (1054) αποκλειστικά δικές της Συνόδους.
Η σύνοδος Φεράρας Φλωρεντίας συνέβη μία εποχή κατάπτωσης και οικονομικής, όσο  και στρατιωτικοπολιτικής παρακμής, αλλά και εχθρικών εισβολών. Επίσης ήταν μία περίοδος δογματικών συγκρούσεων και έντονων πολιτικών και θρησκευτικών πιέσεων, όπως σήμερα το 2016 συμβαίνει για την διοργάνωση της Πανορθόδοξης Συνόδου.
Στην σύνοδο αυτή εγείρονται πολλά σοβαρά προβλήματα συνοδικότητας (αντιπροσώπευσης με βάση το πνεύμα παλαιότερων συνόδων όπου συγκεντρωνόταν όλοι οι επίσκοποι των Εκκλησιών και συναποφάσιζαν από κοινού υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας και όχι όπως τώρα που όλοι οι αντιπρόσωποι κάθε εθνικής Εκκλησίας έχουν μία ψήφο και πρέπει όλοι ομόφωνα να πουν ναι χωρίς να επιτρέπονται αντιρρήσεις), σοβαρά δογματικά λάθη και παραποιήσεις, πιέσεις από τους Τούρκους, αλλά και την CIA στον Πατριάρχη (βλέπε άρθρα για Πανορθόδοξη-CIA, https://nikosxeiladakis.gr/%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%BF%CF%83-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%83-%CE%BC%CE%B5cia/, http://trelogiannis.blogspot.gr/2016/05/cia.html, http://orthodoxostypos.gr/h-cia-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B7%CF%83/) για εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών τους στόχων, δηλαδή το θρησκευτικό δόγμα Τρούμαν για την Ορθοδοξία, που πρεσβεύει όχι μία ενωμένη Εκκλησία όλων των Ορθόδοξων, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να βοηθήσει και σε μία πιθανή πολιτική  ένωση των Ορθόδοξων λαών.
Και αυτό γιατί για τα σχέδια για την ολοκλήρωση της TTIP (Διατλαντική Ένωση) των ΗΠΑ με την ΕΕ και χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού, π.χ. Ιαπωνία και Αυστραλία (με την παράλληλη Διειρηνική Ένωση), χρειάζονται έναν κοινό πολίτη, υπήκοο-δούλο, χωρίς ξεχωριστές πεποιθήσεις και διαφοροποιήσεις σε έθνος, θρησκεία και άλλες άξιες που μπορεί να τους φέρει αντίσταση, και για αυτό θέλουν να δημιουργήσουν και μια κοινή θρησκεία υπό τον παπά που για να γίνει θρησκευτικός πλανητάρχης υποστηρίζει με θέρμη τον θρησκευτικό συγκρητισμό υπό την ηγεσία του και συνεργάζεται για αυτό τον λόγο στενά με τις ΗΠΑ και την ΕΕ (βλέπε παλαιότερα άρθρα μου: ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΙΕΡΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ).
Υπάρχει αμφισβήτηση των  αποφάσεων αναγνωρισμένων Οικουμενικών Συνόδων, παράβλεψη της 8ης -9ης (όπως αναμένεται να αναγνωριστούν μελλοντικά) που καταδικάζουν τον παπισμό, τις αιρέσεις, και τον συγκρητισμό (Βλέπε στο τέλος του άρθρου, ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ). 
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά, προκειμένου να δώσουμε στον πιστό λαό του Θεού μια γενική και συνοπτική εικόνα των μέχρι τώρα εξελίξεων και να καταλήξουμε κατόπιν σε ορισμένα συμπεράσματα. Μετά την κοινοποίηση, (γύρω στα τέλη Ιανουαρίου ε. ε.), των έξι προσυνοδικών κειμένων, που θα αποτελέσουν την θεματολογία της μελλούσης Συνόδου, στον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, άρχισε η εις βάθος μελέτη των εν λόγω κειμένων από όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι τα κείμενα αυτά είχαν πάρει την τελική τους μορφή, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο κατά την Ε΄ Προσυνοδική Διάσκεψη.
Και ενώ θα έπρεπε από τότε ακόμη να κοινοποιηθούν για να δοθεί όσο το δυνατόν περισσότερος χρόνος για την μελέτη τους, ωστόσο οι διοργανωτές της μελλούσης Συνόδου δεν τα κοινοποιούσαν. Μετά λοιπόν την κοινοποίησή τους άρχισαν να έρχονται στο φως της δημοσιότητας οι πρώτες κριτικές μελέτες. Προοδευτικά οι μελέτες άρχισαν να πληθαίνουν και να παίρνουν την μορφή καταιγίδας.
 Άρχισε να ασκείται μια σφοδρή και δριμεία κριτική στα εν λόγω κείμενα από επισκόπους, καθηγητές Θεολογικών Σχολών, κληρικούς και λαϊκούς. Καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων έπαιξε η διοργάνωση Θεολογικής – Επιστημονικής Ημερίδος στον Πειραιά στις 23 Μαρτίου ε ε. με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».
Στην εν λόγω πολύ σημαντική αυτή Ημερίδα αναπτύχθηκαν πολύ διεξοδικά, οι σημαντικότερες παράμετροι αυτής της Συνόδου, διαπιστώθηκαν δογματικά λάθη στα κείμενα και επισημάνθηκαν σοβαρότατα κενά τόσο ως προς τον τρόπο οργανώσεως της Συνόδου, όσο και ως προς την θεματολογία της.
 Η Ημερίδα είχε πανορθόδοξη απήχηση, έγινε γνωστή και στα άλλα πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι δε εισηγήσεις των ομιλητών και τα πορίσματα δημοσιεύθηκαν στα ΜΜΕ. Από την μελέτη των ανακοινωθέντων εισηγήσεων και πορισμάτων της Ημερίδος προέκυψε έντονος προβληματισμός σε πανορθόδοξο επίπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν ορισμένες τοπικές Εκκλησίες να αλλάξουν ριζικά στάση απέναντι στα προσυνοδικά κείμενα.
Η Ιεραρχία της Βουλγαρικής Εκκλησίας με συνοδική απόφασή της, (τον Απρίλιο ε. ε.), ζήτησε να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές σε ένα από τα προς συζήτησιν κείμενα με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμον». Λίγο αργότερα (στις 1 Ιουνίου ε.ε.) μετά από νεώτερη Συνοδική απόφασή της δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο.
Στις 25 Μαΐου ε.ε. η Εκκλησία της Γεωργίας με συνοδική απόφασή της αποφάνθηκε ότι στα προσυνοδικά κείμενα με τίτλο: «Το Μυστήριον του Γάμου και τα κωλύματα αυτού» και «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» πρέπει να ενσωματωθούν σημαντικές τροπολογίες, ενώ το κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο» πρέπει να δεχθεί ουσιαστικές επεξεργασίες. Σε περίπτωση που οι προτεινόμενες τροπολογίες δεν θα ληφθούν υπόψη και δεν θα ενσωματωθούν στο κείμενο, η Εκκλησία της Γεωργίας δεν θα το υπογράψει. Μετά από νεώτερη Συνοδική απόφασή της (10.6.2016) δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο.
Η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν υπέγραψε τον Κανονισμό Οργανώσεως και Λειτουργίας της Συνόδου, ο οποίος καταρτίσθηκε τον Ιανουάριο ε. ε. στο Σαμπεζύ στη Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων. Ανεπίλυτες παραμένουν οι διαφωνίες μεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στο θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Κατάρ και η έξ’ αυτού διακοπή ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ αυτών, κάτι το οποίο αποτελεί ουσιαστικό κώλυμα για την συμμετοχή της Εκκλησίας της Αντιοχείας στη Σύνοδο. Και η Εκκλησία αυτή μετά από νεώτερη Συνοδική απόφασή της ανακοίνωσε ότι τελικά δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο της Κρήτης.
Η Εκκλησία της Σερβίας επισημαίνει ελλείψεις στο σχέδιο του Κανονισμού της Συνόδου. Επίσης εκφράζει τη γνώμη ότι τα σχέδια των συνοδικών κειμένων «χρήζουν τροποποιήσεως και διευκρινήσεως προκειμένου να ανταποκριθούν στις επιταγές της ζωής και της αποστολής της Εκκλησίας». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κείμενα «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω» και «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Τελικά μετά από νεώτερη απόφασή της, (στις 9 Ιουνίου ε. ε.), ανακοίνωσε ότι δεν θα λάβει μέρος στην Σύνοδο της Κρήτης.
Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους τον περασμένο Μάιο, απέστειλε Επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου τονίζει ότι κάποια σημεία στα προσυνοδικά κείμενα έχουν ανάγκη αποσαφηνίσεως, ώστε να διατυπώνεται σαφέστερα η διαχρονική παράδοση των Αγίων Πατέρων και η συνοδική παρακαταθήκη της Εκκλησίας. Θύελλα αντιδράσεων παρατηρήθηκε σε πολλές Σκήτες, κελιώτες και ερημίτες Πατέρες, οι οποίοι με επικεφαλής τον π. Σάββα Λαυριώτη δήλωσαν απερίφραστα ότι σε περίπτωση που η μέλλουσα Σύνοδος αποδειχθεί ψευδοσύνοδος, θα διακόψουν το μνημόσυνο του Πατριάρχου και όλων όσων υπογράψουν στην Σύνοδο.
Εν τω μεταξύ στην Ουκρανική Εκκλησία ένας επίσκοπος, ο επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος και πολλοί κληρικοί της Ουκρανίας διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τον πατριάρχη Ρωσίας Κύριλλο. Επίσης παρόμοια διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας είχαμε και στην Μολδαβία από πολλούς κληρικούς και λαϊκούς. Ο πιστός λαός του Θεού με την καθοδήγηση ομολογητών κληρικών και μοναχών λειτούργησε για μια ακόμα φορά ως ο πραγματικός φύλακας της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας.
Όσο υπάρχει αυτή η αγιοπνευματική λειτουργία στο εκκλησιαστικό σώμα, (και θα υπάρχει πάντα), μας δίνει τη βεβαιότητα πως όποια και αν είναι η έκβαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αυτός θα είναι ο τελικός κριτής των αποφάσεών της. Εάν αυτές θα είναι απόλυτα σύμφωνες με την αγιοπνευματική και αγιοπατερική παράδοση της Εκκλησίας μας, θα τις επικυρώσει και θα τις εφαρμόσει. Αν είναι αντίθετες και υπηρετούν τον οικουμενισμό, και απονείμουν εκκλησιαστικότητα στην κακοδοξία, αναγνωρίζοντας υποστατό βάπτισμα και ευχαριστία, για να επέλθει ως ώριμος καρπός η «διακοινωνία», θα τις απορρίψει και θα κηρύξει την Σύνοδο ως «ληστρική», όπως έπραξε στο παρελθόν!
Το συμπέρασμα από όλα όσα ελέχθησαν είναι, ότι το όραμα και ο διακαής πόθος των οικουμενιστών για την πραγματοποίησή της Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου κατέληξε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, σε δραματική αποτυχία. Τα ίδια τα γεγονότα δείχνουν πλέον ξεκάθαρα, ότι ο Θεός δεν ευλόγησε τις προσπάθειές τους, παρά το γεγονός, ότι ήταν και μακροχρόνιες, και εργώδεις, και συντονισμένες!
 Και δεν ευλόγησε ο Θεός, όχι διότι θέλησε να καταργήσει τον Συνοδικό Θεσμό στην Εκκλησία Του, που λειτούργησε επί αιώνες στην εποχή της βυζαντινής περιόδου, ούτε πάλι διότι δεν είναι αναγκαία η σύγκληση μιας νέας Οικουμενικής Συνόδου, που θα ανανέωνε την καταδίκη του αμετανόητου Παπισμού και του Προτεσταντισμού και θα καταδίκαζε επί πλέον όλες τις νεοφανείς αιρέσεις. Αλλά διότι, οι προσπάθειες των οικουμενιστών οικοδομήθηκαν πάνω σε σαθρά οικουμενιστικά θεμέλια. Διαποτίστηκαν έντονα από την αιρετική ιδεολογία και πρακτική του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Στηρίχθηκαν σε σχέδια και καινοτομίες ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους ιερούς Κανόνες.
Συμπερασματικά, τα κείμενα της Συνόδου διαμοιράστηκαν την τελευταία σχεδόν στιγμή, χωρίς να μπορούν πολλοί να τα διαβάσουν, και χωρίς να γίνονται ουσιαστικά δεκτές διαφωνίες. Σε αυτά αναγνωρίζονται οι αιρέσεις και οι άλλες χριστιανικές ομολογίες ως ισότιμες με την Ορθοδοξία Εκκλησίες, γίνεται αλλαγή στην διάρκεια των καθιερωμένων από τους Άγιους Πατέρες και τις Οικουμενικές συνόδους νηστειών, αποτρέπεται η ορθή βάπτιση των αιρετικών που θέλουν να γίνουν Ορθόδοξοι (αφού το αιρετικό ουσιαστικά βάπτισμα τους θεωρείται πια έγκυρο),  «λύνονται» τα «κωλύματα» στους γάμους Ορθοδόξων με αιρετικούς (αναγνωρίζονται και οι αιρετικοί γάμοι έγκυροι), προωθείται η λεγόμενη θεωρεία των εκκλησιαστικών κλάδων κατά την οποία τονίζεται ενότητα όλων των Εκκλησιών-θρησκειών, σαν ένα δένδρο με πολλά κλαδιά, έτσι και όλες οι θρησκείες έχουν ένα κομμάτι της αληθείας σαν κλάδος του ιδίου δέντρου (κάτι που απορρίπτει τα ίδια τα πιστεύω του Χριστιανισμού, αφού ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» και όχι κάποια άλλη θρησκεία ή πιστεύω). Έτσι προωθείται μόνο ο συγκρητισμός. Επίσης στην Πανορθόδοξη Σύνοδο αυτή θα λάβουν μέρος και παπικοί εκπρόσωποι (τι δουλειά έχουν αιρετικοί σε σύνοδο Ορθοδόξων;)!!!
Αναφέρεται επίσης από τους διοργανωτές της, η αρχή της αρνησικυρίας (veto) από την ερμηνεία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού, που ουσιαστικά καταργεί την αρχή της ομοφωνίας και εισάγει την αρχή της πλειοψηφίας. Επίσης με το ψηφισθέν κείμενο «Το Αυτόνομο και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», ενέχονται κινδύνοι, διότι το με είδος της αυτονομίας που παρέχεται, είναι μεγάλος ο κίδυνος να οδηγήσει σε κατακερματισμό κρατών, σε διάσπαση Λαών και στην έξαρση του Εθνοφυλετισμού (Ακραία Εθνικιστικού σωβινισμού, αντί πατριωτισμού), ο οποίος έχει Συνοδικώς και Πανορθοδόξως καταδικασθεί ως αίρεση.
Επίσης, η έννοια της ομοφωνίας ως consensus, και όχι ως unanimity, έχει διεθνώς την έννοιαν ότι εάν μία η περισσότεραι αντιπροσωπίαι διαφωνήσουν προς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν και διατυπώσουν ιδίαν τοιαύτην, δέον να καταβληθή προσπάθεια αποδοχής της υπό των αντιπροσωπιών τούτων γνώμης η προτάσεως, εις περίπτωσιν όμως κατά την οποίαν δεν επιτευχθή συναίνεσις (consensus) επί της αντιπροτάσεως, τότε η διαφωνία αύτη, εφ’ όσον οι διαφωνούντες επιμένουν, καταγράφεται αλλά δεν ακυρώνει την προς ην υπήρξεν η διαφωνία αρχικήν θέσιν, και οι διαφωνούντες υπογράφουν το αρχικόν κείμενον, καταγράφοντες, εάν θέλουν, την διαφωνίαν των.
Εάν υπάρξη άρνησις υπογραφής του κειμένου, τούτο θα εσήμαινεν αρνησικυρίαν (veto), πράγμα το οποίον θα ωδήγει εις αδιέξοδον. Ένα άλλο ζήτημα, το οποίον δέον να διευκρινηθή, είναι εάν η ομοφωνία αναφέρεται εις τους παρόντας κατά τας εργασίας ενός σώματος η απαιτή την φυσικήν παρουσίαν όλων των μελών του σώματος».
Επομένως εάν ισχύσει η πρόθεσις και η σκέψις του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, καμμία τροποποίησι των ήδη ψηφισμένων κειμένων δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή και κανένα κείμενο δεν πρόκειται να αποσυρθεί και κατά ταύτα η παρουσία των Μακαριωτάτων και Σεβασμιωτάτων Συνέδρων θα είναι διακοσμητικού χαρακτήρος.
Εννοείται πως υπάρχουν και συγκρούσεις μεταξύ των Εκκλησιών κα για εξουσία (http://www.cnn.gr/premium/story/19318/panorthodoxi-synodos-2016-ta-agkathia-stis-sxeseis-ton-ekklision).
Επίσης θα πρέπει να τονιστεί ότι όλοι οι θεολογικοί διάλογοι με αλλόθρησκους και αιρετικούς ως τώρα είναι πλήρως αποτυχημένοι, αφού σε αυτούς στο τέλος δεν φαίνονται να πείθονται αυτοί και να αλλάζουν τα πιστεύω τους, αλλά μάλλον σιγά, σιγά οι Ορθόδοξοι που μετέχουν σε αυτές.
Επιπρόσθετα, αν και όλοι οι παριστάμενοι στις διαθρησκειακές συνάξεις μιλούν για υποκριτικά για αγάπη, καλοσύνη και ευημερία και καταδικάζουν τους εθνικισμούς και τον θρησκευτικό φανατισμό, την ίδια ώρα, τόσο οι καθολικοί υπό τον πάπα, όσο και οι μουσουλμάνοι ιμάμηδες και ουλεμάδες (κυρίως της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, αλλά όχι μόνο αυτοί), διατάζουν, ενθαρρύνουν, καθοδηγούν, και κατευθύνουν τους φανατικούς που έχουν υπό την εξουσία τους, να σφάζουν τους Ορθοδόξους (στην Ουκρανία οι παπικοί και στην Μέση Ανατολή οι σουνίτες ισλαμιστές).
Γενικότερα οι προτάσεις της Πανορθόδοξης βοηθούν την ΕΕ και τις ΗΠΑ στην άμβλυνση των θρησκευτικών διαφόρων, με στόχο την ένωση όλων των θρησκειών της Ευρώπης υπό τον πάπα, με την στήριξη των ΗΠΑ ΕΕ και λόγο κοινών οικονομικών συμφερόντων (κοινό εμπόριο όπλων- τράπεζες μαφίας του Βατικανού, όπως του Κάλβι) με πρόσχημα υποτίθεται την αγάπη, αλλά στην πραγματικότητα την υποκρισία και την έλλειψη της αληθείας, την υποτιθέμενη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας (ουσιαστικά την αντίσταση στις πολιτικές ΗΠΑ-ΕΕ) του ρατσισμού (δηλαδή του πατριωτισμού) του θρησκευτικού φανατισμού (δηλαδή των ορθά θρησκευόμενων), του ρατσισμού (όποιου δηλαδή ορθά τονίζει τα προβλήματα της λαθρομετανάστευσης). Επίσης κατά το παράδειγμα της Ρώμης όπου για πολιτικούς λογούς δημιουργήθηκε η λατρεία  του αυτοκράτορα με σκοπό την υποταγή των πληθυσμών σε αυτόν και την εξουσία του, με πνευματική νομιμοποίηση, όπως γίνεται τώρα με χορηγήσεις από ΕΕ-ΗΠΑ σε θρησκευτικούς ηγέτες που προωθούν την ένωση των θρησκειών και με κατασυκοφάντηση των αντιπάλων τους.
Έτσι αυτή η νέα σύνοδος κινδυνεύει υπό αυτές τις προϋποθέσεις, όπως και εκείνη της Φεράρας Φλωρεντίας, να καταστεί ληστρική και να φέρει σχίσμα μεταξύ των Ορθόδοξων Εκκλησιών, ανάμεσα στους πιστούς τους (αφού μπορεί να διαμορφωθούν δυο μερίδες λαού -ποιμνίου), που η μια θα δέχεται την λεγόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο και η άλλη όχι.
Επίσης όπως συνέβη με την (ψευτο-σύνοδο της Φεράρας Φλωρεντίας, μπορεί και η Πανορθόδοξη να απορριφθεί από την πλειοψηφία του Ορθόδοξου πληρώματος, αλλά και από πολλές άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (όπως το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας στην Φεράρα, όπως το Πατριαρχείο Μόσχας τότε και τώρα, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, το Πατριαρχείο Γεωργίας, το Πατριαρχείο Βουλγαρίας και το Πατριαρχείο Σερβίας), πολλές από τις οποίες είχαν επίσης απορρίψει την ψευτο-σύνοδο της Φεράρας Φλωρεντίας.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως αν δεν υπάρξει ψύχραιμη αντιμετώπιση της Συνόδου από όλες τις πλευρές, θα μπορούσε αυτή και πάλι να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, εθνικά επώδυνες και για την χώρα μας, όπως έγινε με την ληστρική σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, με τελικό αποτέλεσμα αντί να επικυρωθεί ενδόξως η ενότητα της Ορθοδοξίας, να επικρατήσει θριαμβευτικά το «διαίρει και βασίλευε»  των δυτικών (και όχι μόνο) εχθρών της Ορθοδοξίας.
ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου