Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΩΣΟΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΚΑ ΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ-ΠΩΣ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΛΑΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥΣ

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΩΣΟΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΚΑ ΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ-ΠΩΣ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΛΑΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥΣ

                                                                                                                                          Γράφει ο Αλώπηξ
                                                                                     
                                                                                                       
Οι Ρωσογερμανικές διπλωματικές σχέσεις και συγκρούσεις έχουν μία μακρά ιστορική πορεία. Η πιο σημαντική σύγκρουση των δύο αυτών δυνάμεων τον καιρό του Μεσαίωνα ήταν το 1242, όταν ο Ρώσος πρίγκιπας Αλέξανδρος Νιέφσκυ του Νόβγκοροντ, νίκησε τους Τεύτονες ιππότες στην μάχη των πάγων στην λίμνη του Πέιπους, οι οποίοι είχαν εισβάλει στα Ρωσικά εδάφη (με την πλήρη υποστήριξη και ευλογίες του πάπα) με σκοπό την κατάληψη της πόλης του Νόβγκοροντ και των ευρύτερων Ρωσικών εδαφών. Η μάχη αυτή θεωρήθηκε τεράστιας σημασίας, καθώς η νίκη του πρίγκιπα Αλέξανδρου Νιέφσκυ ανέκοψε την επέκταση των Τευτόνων ιπποτών και την σίγουρη πλήρη υποδούλωση, εξανδραποδισμό ή και την βίαιη μεταστροφή των Ρώσων στον ρωμαιοκαθολικισμό, γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη της Ρωσίας και την μελλοντική ανάπτυξη της σε υπερδύναμη.

Στην πιο πρόσφατη ιστορία και συγκεκριμένα το  1870, όταν κυρήχθηκε πόλεμος μεταξύ της τότε αυτοκρατορίας της Γαλλίας υπό τον Ναπολέοντα τον Γ’ και του βασιλείου της Πρωσίας και των συμμάχων του, οι σχέσεις της Ρωσίας με την Γερμανία αποδείχθηκαν πολύ σημαντικές για την εξέλιξη του πολέμου και της ενοποίηση της Γερμανίας, αφού εκτός από την οπλιτική υπεροχή των Πρώσων, το καλύτερο σχέδιο μάχης και το καλύτερο σύστημα μεταφοράς ενισχύσεων, τροφοδοσίας και πολεμοφοδίων, η μη συμμετοχή των Ρώσων και άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων που επιτεύχθηκε χάρις στην έξυπνη και δολοπλόκα διπλωματία του καγκελάριου Βίσμαρκ, όχι μόνο απομόνωσε πλήρως διπλωματικά την Γαλλία, αλλά της αποστέρησε και πιθανούς συμμάχους και απάλλαξε την Πρωσία από τον κίνδυνο ενός διμέτωπου πολέμου σε Ανατολή και Δύση. Σαν αποτέλεσμα οι Πρώσοι νίκησαν τον πόλεμο και το 1871 στην αίθουσα των Βερσαλλιών ανακυρήχθηκε η ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ).
  
Παράλληλα ο Βίσμαρκ, διαισθανόμενος ότι η ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο θα της δημιουργούσε έντονα συναισθήματα αντεκδίκησης και ανακατάληψης των εδαφών που αυτή είχε χάσει, αποφάσισε να ακολουθήσει μία διπλωματία διατήρησης του status quo στην Ευρώπη, προκειμένου να απομονώσει πλήρως την Γαλλία και να διασφαλίσει την γερμανική υπεροχή. Για να το επιτύχει αυτό διατήρησε καλές σχέσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παράλληλα δημιουργούσε και συμμαχίες με πολλές από αυτές, όπως π.χ. την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία, την λεγόμενη Τριπλή συμμαχία που διήρκησε ως το 1914 καθώς και την παράλληλη συμμαχία με την Ρωσία και την Αυστροουγγαρία (συμμαχία των τριών Αυτοκρατόρων), όπως και τις φιλικές σχέσεις με την Βρετανία, καταφέρνοντας έτσι την πλήρη απομόνωση της  Γαλλίας και την ταυτόχρονη στρατηγική της περικύκλωση.
Η πολιτική του Βίσμαρκ δεν συνεχίστηκε για πολύ. Σύντομα στον θρόνο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ανήλθε ο Γουλιέλμος ο Β’, γνωστός και ως Κάιζερ (Καίσαρας),  ο οποίος έχοντας μία τάση για βίαιη επιβολή της Γερμανίας στην Ευρώπη, και διαφωνώντας με τον Βίσμαρκ σε πολλά πολιτικά θέματα, αφού τον απέπεμψε, αρνήθηκε να ανανεώσει την συμμαχία με την Ρωσία και άρχισε να ανταγωνίζεται την Βρετανία τόσο σε αποικιακά θέματα όσο και στην υπεροχή του στόλου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Ρωσογερμανικής συμμαχίας και την παράλληλη σύμπτυξη συμμαχίας μεταξύ Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας το 1904 (Τριπλή συνεννόηση ή Αντάντ).
Η αλλοπρόσαλλη, αλαζονική και επιθετική επεκτατική πολιτική του Κάιζερ είχε ως αποτέλεσμα, τόσο την περικύκλωση της χώρας του,  όσο και την ενίσχυση του μίσους και της αντιπάθειας των Ευρωπαϊκών λαών προς αυτή. Έτσι όταν το 1914, με αφορμή την δολοφονία του διαδόχου του Αυστροουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου-Φερδινάνδου  κυρήχθηκε πόλεμος μεταξύ τον δύο παραπάνω συμμαχιών (Τριπλής συμμαχίας και Τριπλής συνεννόησης), η Γερμανία βρέθηκε να πολεμάει ανάμεσα σε δύο μέτωπα (Γαλλία από τα δυτικά και Ρωσία από τα ανατολικά). Παρά τις όποιες αρχικές επιτυχίες, τόσο στην δύση (κατάληψη Βελγίου και προώθηση στο εσωτερικό της Γαλλίας), όσο και στην ανατολή (μάχη του Τάνενμπεργκ) και την προώθηση των Γερμανικών στρατευμάτων σχεδόν ως το Παρίσι, σύντομα η προέλαση αυτή ανακόπηκε και ο πόλεμος μετατράπηκε σε πόλεμο χαρακωμάτων για τα 4 επόμενα χρόνια.
Επίσης ο απεριόριστος υποβρυχιακός πόλεμος που κύρηξε η Γερμανία, που είχε ως συνέπεια να βυθιστούν και πολλά μεταφορικά πλοία, στα οποία υπήρχαν και Αμερικανοί πολίτες όπως το Λουζιτάνια, η παγκόσμια παρεμπόδιση του θαλάσσιου εμπορίου των ΗΠΑ, καθώς και η απερίσκεπτη αποστολή του τηλεγραφήματος Ζήμερμαν στην Μεξικανική κυβέρνηση (στο οποίο προτεινόταν συμμαχία Μεξικού-Γερμανίας και προσάρτηση στο Μεξικό με την βοήθεια της Γερμανίας Αμερικανικών εδαφών), είχε ως αποτέλεσμα την κύρηξη πολέμου τις ΗΠΑ στην Γερμανία το 1917. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για την Γερμανία, αφού εκτός από το ότι οι δυνάμεις της είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, σύντομα νέες ξεκούραστες και επαρκώς εξοπλισμένες μονάδες του Αμερικανικού στρατού θα προστεθόταν στις δυνάμεις των αντιπάλων της και θα έγερναν αποφασιστικά την πλάστιγγα εναντίον της.
Έτσι στην τότε Γερμανική ηγεσία επέμενε μία λύση. Η πλήρης νίκη σε ένα από τα δύο μέτωπα, η απόσυρση των δυνάμεων από αυτό και η μεταφορά τους στο άλλο, προκειμένου με τις νέες δυνάμεις και τον ενισχυμένο αριθμητικά στρατό να εξαπολυθεί μία επίθεση που θα σαρώσει τους αντιπάλους και θα λήξει τον πόλεμο πριν την είσοδο των ΗΠΑ σε αυτόν. Και αυτήν την πολιτική ξεκίνησαν να υλοποιούν. Έτσι προσέγγισαν έναν Ρώσο πολιτικό εξόριστο στην Ζυρίχη τον Βλάντιμιρ Ίλιτς Ουλιάνωφ, γνωστό με το ψευδώνυμο Λένιν, και του πρότειναν, τόσο να τον μεταφέρουν πίσω στην χώρα του, όσο και να τον χρηματοδοτήσουν και να τον βοηθήσουν να πάρει την εξουσία σε αυτήν, με αντάλλαγμα την παύση των εχθροπραξιών στο ανατολικό μέτωπο και την παραχώρηση σημαντικών εδαφών στην Γερμανία.


Πραγματικά ο Λένιν αποδέχθηκε όλες τις γερμανικές απαιτήσεις και ξεκίνησε η άμεση χρηματοδότηση του από τον Γερμανό τραπεζίτη Πάρβους, όσο και η μεταφορά του που πραγματοποιήθηκε μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Γενεύης-Πετρούπολης (τον μετέφεραν τόσο καλά κλεισμένο σε σφραγισμένο τρένο, σαν να ήταν ο βάκιλος της πανούκλας, όπως ανέφερε ο Τσόρτσιλ και το οποίο κατά την διαδρομή του συνοδευόταν από Γερμανούς στρατιώτες).  Μόλις έφτασε στην Ρωσία άρχισε να οργανώνει ταραχές και  στις 26 Οκτωβρίου του 1917,  προχώρησε με μία ένοπλη ομάδα 10.000 αντρών σε μία πόλη τριών εκατομμυρίων, παντελώς αποδιοργανωμένη και αδιάφορη για τα τεκταινόμενα, σε ένα πραξικόπημα το οποίο φρόντισε με μία έντονη δόση προπαγάνδας να προβάλει τόσο ο ίδιος, όσο και οι γερμανικές εφημερίδες που τον υποστήριζαν, σαν μία μεγάλη λαϊκή επανάσταση.



Αμέσως μετά φρόντισε να συνάψει ανακωχή με την Γερμανία και να προβεί σε αποστράτευση του Ρωσικού στρατού. Στις 3 Μαρτίου του 1918, με τα γερμανικά στρατεύματα να κινούνται προς την Πετρούπολη, λόγω της αρχικής υπαναχώρησης του Λένιν να τηρήσει τα συμφωνηθέντα,  ο Λένιν διέταξε τον Τρότσκι να δεχτεί τους όρους των Κεντρικών δυνάμεων. Έτσι, υπογράφηκε η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που είχε σαν αποτέλεσμα, η Ρωσία να χάσει την Ουκρανία, την Φινλανδία, τις Βαλτικές χώρες, την Αρμενία, την Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και την Πολωνία. Αμέσως μετά οι χώρες αυτές προσαρτήθηκαν στην Γερμανία και εγκαθιδρυθήκαν σε αυτές φιλογερμανικές κυβερνήσεις. Παράλληλα έχασε και τον ¼ των εδαφών της και του πληθυσμού της,  ενώ σύντομα άρχισε και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην χώρα, που είχε ως συνέπεια,  μετά από πέντε έτη την πλήρη επικράτηση της δικτατορικής κυβέρνησης των Μπολσεβίκων.

Μετά από αυτά τα γεγονότα η Γερμανία ήταν έτοιμη για την επίθεση στο δυτικό μέτωπο με νέες δυνάμεις, πριν οι ΗΠΑ, εισέλθουν πλήρως στον πόλεμο. Πραγματικά η σχεδιαζόμενη επίθεση πραγματοποιήθηκε, αλλά μετά από προσωρινές επιτυχίες και νέες καταλήψεις εδαφών από τους Γερμανούς, η επίθεση τους ανακόπηκε, ενώ η αντεπίθεση των αντιπάλων της και μαζική συμμετοχή των Αμερικανών στρατιωτών στον πόλεμο, παράλληλα με την ήττα και παράδοση των συμμάχων της στα άλλα μέτωπα του πολέμου, είχε σαν συνέπεια την πλήρη οπισθοχώρηση και ήττα των Γερμανών στο Δυτικό μέτωπο, κάτι που τους ανάγκασε να ζητήσουν ανακωχή.  
Οι όροι της ανακωχής αυτής, που υπογράφτηκε το 1919 και ουσιαστικά τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν: (α) η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομ. χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου. (β) Να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. (γ) Να παραχωρήσει περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της. (δ) Να αποστρατικοποιήσει την  περιοχή της Ρηνανίας για 15 χρόνια. (ε) Να παραδώσει το 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου και (ε) Να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη για την έναρξη και διεξαγωγή του πολέμου.

Μετά το πέρας του πολέμου και την οριστική εγκαθίδρυση νέων πολιτικών καθεστώτων στην περιοχή μετά από άγριους εμφυλίους που ακολούθησαν (η ασταθής Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην Γερμανία και κουμμουνιστικό καθεστώς στην Ρωσία που είχε μετονομαστεί σε σοβιετική Ένωση), τα δύο αυτά κράτη θεωρήθηκα ως παρίες του νέου διεθνούς συστήματος, αφού η μεν Γερμανία θεωρούταν υπαίτια για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δε Σοβιετική Ένωση ως ένα βίαιο και αυταρχικό καθεστώς, που ήθελε να επιτύχει με την βία και μέσω ένοπλων κομμουνιστικών μειοψηφιών στα άλλα κράτη, εξεγέρσεις ή πραξικοπήματα, τα οποία θα άλλαζαν τα πολιτειακά καθεστώτα αυτών των χωρών και αυτά θα υποδουλώνονταν στο σύστημα του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.
Για αυτόν τον λόγο, η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ανέθεσε στον ύποστρατηγο φόν Σεεκτ να βρει τρόπους παράκαμψης των συνθηκών ειρήνης του Πρώτου Παγκοσμίου  πολέμου για τον αφοπλισμό και να προετοιμάσει τον γερμανικό στρατό προκειμένου να επανεξοπλιστεί και να ξαναμεγαλώσει, όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες. Και πραγματικά ο ύποστρατηγος φόν Σεεκτ βρήκε τον καταλληλότερο τρόπο. Ήρθε σε επαφή με το μόνο καθεστώς, το οποίο θα έιχε συμφέρον να συνεργαστεί με την Γερμανία, την Σοβιετική Ένωση και έκανε μία πρόταση ιδιαίτερα επωφελή και για τις δύο πλευρές. Επειδή στην Γερμανία δεν μπορούσε, λόγω των συνθηκών αποστρατικοποίησης να γίνει παραγωγή πολεμικού οπλισμού, να γίνει μεταφορά των πολεμικών εργοστασίων της Γερμανίας στην Σοβιετική Ένωση και εκεί να πραγματοποιούνται παράλληλα και κοινές πολεμικές ασκήσεις. Ως αντάλλαγμα η Γερμανία θα μοιραζόταν την αμυντική της τεχνολογία με την  Σοβιετική Ένωση, ενώ παράλληλα αυτή θα μπορούσε να αποκτήσει πολεμική εμπειρία, μέσω των κοινών πολεμικών ασκήσεων.
Πραγματικά, αυτή η συμφωνία τηρήθηκε επακριβώς και αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η Γερμανία επανεξοπλίστηκε ταχύτητα και απέκτησε γρήγορα εργοστάσια με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (ο οποίος απλά μετέφερε τις πολεμικές γερμανικές εγκαταστάσεις  πίσω στην Γερμανία), η Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) απέκτησε και αυτή πολύ γρήγορα πολεμική τεχνολογία και οι δύο πλευρές μπορούσαν εύκολα κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να χρησιμοποιούν με άνεση η μία τα κατεληφθέντα όπλα της άλλης, αφού πολλά από αυτά είχαν κοινή προέλευση. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι παρά το ότι τα περισσότερα γερμανικά πολεμικά εργοστάσια είχαν αποχωρήσει από την ΕΣΣΔ μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ένα κοινό εργοστάσιο παραγωγής πολεμικών αεροσκαφών συνέχισε να λειτουργεί ως το 1938 και το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ.

Ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία και τον διαμοιρασμό της με τους Σοβιετικούς, η επακόλουθη εισβολή των Γερμανών στην ΕΣΣΔ, με σκοπό την πλήρη καταστροφή της χώρας αυτής, και η βίαιη κατάληψη και κατοχή των Ευρωπαϊκών εδαφών της από τους Γερμανούς. Στο τέλος η ΕΣΣΔ, χάρις στον ηρωικό αγώνα του λαού της (και όχι της ηγεσίας του) και με την μεγάλη συμβολή σε πολεμοφόδια και διάνοιγμα μετώπων από τους συμμάχους (Νορμανδία, Νορβηγία, Ιταλία, Αφρική), να απωθήσει τους Γερμανούς και να φτάσει στην καρδιά της Ευρώπης και να καταλάβει το Βερολίνο.
Έκτοτε η Γερμανία χωρίστηκε σε δύο κράτη, την Δημοκρατίας της Βόννης στην Δύση και την κομμουνιστική Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Ανατολή, που ήταν αντίστοιχα υποταγμένες στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Για περίπου μισό αιώνα ως την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και της ΕΣΣΔ και τα δύο κράτη της Γερμανίας τήρησαν χαμηλό προφίλ και δεν ανακατεύτηκαν στα διεθνή τεκταινόμενα, ακολουθώντας πιστά τις δύο υπερδυνάμεις.


Με την επανένωση της Γερμανίας,  η ενωμένη πια χώρα αποφάσισε να αναπτύξει εμπορικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με την Ρωσία, και να εξασφαλίσει από αυτήν πρώτες ύλες, και κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Παράλληλα η αδύναμη και ακραία φιλελεύθερη τότε ηγεσία του Γιέλτσιν, παρείχε την ευκαιρία για πολλές Γερμανικές επιχειρήσεις, να εξαγοράσουν τις αντίστοιχες Ρωσικές σε εξευτελιστικές τιμές. Οι καλές προσωπικές σχέσεις που ανέπτυξαν οι τότε ηγέτες, ο Γερμανός καγκελάριος Σρέντερ και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Ρωσίας Πούτιν, συνέλαβαν πολύ στην κοινή οικονομική συνεργασία, δεδομένου ότι τότε άρχισε να κατασκευάζεται ο αγωγός Nord Stream, ο οποίος παράκαμπτε βόρεια την Πολώνια και εξασφάλιζε την Γερμανία με φυσικό αέριο.


Φυσικά, όπως όλοι ξέρουμε πολύ σύντομα με την άνοδο στην ηγεσία της καγκελαρίας του Βερολίνου της νέας καγκελαρίου Μέρκελ, η πολιτική φιλικών σχέσεων και συνεργασίας με την Ρωσία ανατράπηκε, όταν αυτή προσπάθησε με την υποστήριξη και τον εξοπλισμό νεοναζιστικών ομάδων στην Ουκρανία, να εγκαθιδρύσει μία φιλογερμανική κυβέρνηση και να υφαρπάξει τον έλεγχο των αγωγών της χώρας αυτής, με την παράλληλη οικειοποίηση των πρώτων υλών της, την ενσωμάτωσή της στο δυτικό άρμα και την ΕΕ, μαζί με την παράλληλη αποδυνάμωση της Ρωσίας. Είναι γνωστό ότι αυτή η προσπάθεια απέτυχε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της ηγεσίας της Ρωσίας, αλλά η Γερμανία δεν φαίνεται να διδάσκεται από τα μέχρι τώρα πολιτικά λάθη της. Οι Γερμανοί για άλλη μία φορά, σαν νέοι Τεύτονες ιππότες, φαίνεται να επιστρέφουν για άλλη μία φορά στα Ρωσικά ή Ρωσόφωνα εδάφη (Ουκρανία), με σκοπό να τα καταλάβουν και να τα εντάξουν στην ελεγχόμενη από αυτούς Ευρωπαϊκή Ένωση, με την πλήρη υποστήριξη και ευλογίες του Πάπα, όπως ακριβώς είχε συμβεί τον καιρό του πρίγκιπα Αλέξανδρου Νιέφσκυ.

.
Συμπερασματικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι Γερμανοί σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τους, ακολουθούσαν το «Drang nach Osten», δηλαδή την πορεία προς τα ανατολικά για την κατάληψη του για αυτούς λεγόμενου «ζωτικού χώρου», αλλά ουσιαστικά για την κατάληψη νέων περιοχών, τον αποικισμό τους, την ληστρική χρησιμοποίηση των πρώτων υλών τους, και των πλήρη εξανδραποδισμό ή βίαιη αφομοίωση των πληθυσμών των περιοχών αυτών. Η μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία έχει δείξει, ότι παρόλο που αρκετές φορές, όταν ήταν αδύναμοι συμμάχησαν προσωρινά με την Ρωσία, στο τέλος στράφηκαν πάντα εναντίον της, με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν πολύ αιματηρές πολεμικές συρράξεις, που στο τέλος οδήγησαν πάντα στην ήττα της Γερμανίας. Αυτό είναι πολύ πιθανόν να ξανασυμβεί, αφού οι Γερμανοί, για άλλη μία φορά, πιστεύοντας στην απόλυτη υπεροχή τους, στράφηκαν με μεγάλη αφροσύνη κατά της Ρωσίας, κάτι που αν δεν προσέξουν και δεν διαχειριστούν σωστά, μπορεί να οδηγήσει στην πτώση της ηγεμονίας τους και στην ολοκληρωτική διάλυσης του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου